Κυριακή 10 Μαΐου 2009



Παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΝαυπλ (πλημμελημάτων) 583/2007
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποινική Δικαιοσύνη (2009), σελ. 172 επ.)

Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης

Η ΤριμΕφΝαυπλ 583/2007 ασχολήθηκε με το ζήτημα της πορείας της υπόθεσης σε περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώσει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αναρμόδιο, διότι η υπόθεση υπαγόταν σε δικαστήριο κατώτερο του πρωτοβαθμίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την απόφαση αυτή, τα πραγματικά περιστατικά είχαν ως εξής: οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν αρχικά στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου για να δικαστούν για τα εγκλήματα της κλοπής και της απόπειρας κλοπής, που φέρεται ότι τέλεσαν κατά συναυτουργία και τελικά κρίθηκαν ένοχοι. Στη συνέχεια, οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής και η υπόθεση εισήχθη στο Τριμελές Εφετείο (πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Όπως προκύπτει από την απόφαση του ΤριμΕφΝαυπλ οι κατηγορούμενοι δεν προέβαλαν ως ειδικό λόγο έφεσης την (καθ’ ύλη) αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι κατηγορούμενοι προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αναρμόδιο, διότι όπως προέκυπτε από το ίδιο το κλητήριο θέσπισμα, που τους επιδόθηκε, η υπόθεση δεν αφορούσε σε απλή κλοπή, αλλά σε αγροτική κλοπή και επομένως αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ. Β΄ ΚΠΔ ήταν το μονομελές και όχι το τριμελές πλημμελειοδικείο. Και μάλιστα, οι κατηγορούμενοι ζήτησαν αφενός να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αφετέρου να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, προκειμένου η υπόθεση να δικαστεί εκ νέου σε πρώτο βαθμό. Η ΤριμΕφΝαυπλ 583/2007 δέχθηκε τον ισχυρισμό αυτό των κατηγορουμένων και αφού ακύρωσε την προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση στη συνέχεια παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου. Ειδικότερα, η σχολιαζόμενη απόφαση κατέληξε στην κρίση της αυτή ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 121 και 502 παρ. 3 ΚΠΔ, δεχόμενη ότι εφόσον πράγματι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αναρμόδιο, διότι η υπόθεση υπαγόταν στην αρμοδιότητα κατώτερου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και δεδομένου ότι η έφεση δεν ασκήθηκε για αναρμοδιότητα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε καμία περίπτωση δεν είχε αρμοδιότητα να κρίνει την ουσία της υπόθεσης, αλλά έπρεπε να παραπέμψει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό δικαστήριο. Σχετικά με τα ζητήματα που απασχόλησαν την απόφαση αυτή πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις:
Πρώτον, η έρευνα της καθ’ ύλη αρμοδιότητας είναι για το δικαστήριο υποχρεωτική, διότι οι σχετικές με την καθ’ ύλη αρμοδιότητα διατάξεις είναι δημοσίας τάξης και αφορούν το δημόσιο συμφέρον (Κ.Βουγιούκας, ποινικόν δικονομικόν δίκαιον, τομ. Ι, 1988, σελ. 139, Χ.Δέδες, ποινική δικονομία, 9η έκδ. (1990), σελ. 176, Α.Κονταξής, κώδικας ποινικής δικονομίας, δ΄ έκ. (2006), άρθρο 120, σελ. 956, Α.Μπουρόπουλος, ερμηνεία του κώδικος ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (1957), άρθρο 120, σελ. 173). Επίσης, γίνεται παγίως δεκτό ότι οι περί αρμοδιότητας διατάξεις δεν μπορούν να τροποποιηθούν ούτε με συμφωνία των διαδίκων (Ι.Ζησιάδης, ποινική δικονομία, γ΄ έκδ. (1976), τομ. Α΄, σελ. 590, Λ.Μαργαρίτης, ΠοινΔικ (2005), σελ. 181, Α.Μπουρόπουλος, ό.π., άρθρο 120, σελ. 173, Α.Τούσης, κώδιξ ποινικής δικονομίας, γ΄ έκδ. (1981), άρθρο 120, σελ. 198). Σε αντίθεση με την κατά τόπο αναρμοδιότητα, η καθ’ ύλην αναρμοδιότητα μπορεί να προταθεί σε κάθε στάδιο της ποινικής δίκης και σε κάθε βαθμό. Επομένως, η κήρυξη της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας μπορεί να γίνει είτε πριν είτε και μετά την έναρξη της συζήτησης, αλλά πάντως μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ενοχής.
Δεύτερον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 120 και 121 ΚΠΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει την καθ’ ύλην αρμοδιότητα τόσο του ίδιου όσο και του πρωτοβάθμιο δικαστηρίου. Η έρευνα της δικής του αρμοδιότητας (εάν δηλαδή είναι αρμόδιο για εκδίκαση εφέσεως κατά αποφάσεων, που προέρχονται από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) ενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 120 ΚΠΔ και στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι η υπόθεση εισήχθη στο κατά την εισαγωγή αρμόδιο δικαστήριο, η έφεση κατά των αποφάσεων του οποίου υπάγεται σ’ αυτό (ολΑΠ 10/2005, ΠοινΧρ (ΝΣΤ/2006), 120, ΠοινΔικ (2006), 132, ΑΠ 74/2007, ΠοινΧρ (ΝΖ/2007), 923, ΣυμβΑΠ 2075/2004, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), 750, ΠοινΔικ (2005), 379 (περίλ.)). Η έρευνα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου γίνεται με βάση το άρθρο 121 ΚΠΔ.
Τρίτον, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 119 ΚΠΔ ο προσδιορισμός της καθ’ ύλη αρμοδιότητας πρέπει να γίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα, ανάλογα εάν η παραπομπή στο ακροατήριο γίνεται με βούλευμα ή με απευθείας κλήση αντίστοιχα. Εφόσον, λοιπόν, με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά η αξιόποινη πράξη (όπως εισάγεται) υπάγεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου από εκείνο στο οποίο εισάγεται, το δικαστήριο οφείλει πριν την έναρξη της συζήτησης να κηρυχθεί αναρμόδιο και να ενεργήσει όσα ειδικότερα προβλέπονται στο άρθρο 120 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ, δίχως να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται στην πράξη από το παραπεμπτικό βούλευμα ή το κλητήριο θέσπισμα (βλ. σχετ. ΑΠ 711/1999, ΝοΒ (47/1999), 1461 (περίλ.), ΑΠ 267/1963, ΠοινΧρ (ΙΓ/1963), 561, ΤριμΕφΘεσ 72/2000, Υπερ (2000), 848, ΤριμΕφΠατρ 235/1996, Αρμ (1997), 569, ΠλημΝαυπλ 1118/1979, ΠοινΧρ (ΚΘ/1979), 705, Κ.Βουγιούκα, ό.π., τομ. Ι, σελ. 116, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 119, σελ. 952, Α.Μπουρόπουλο, ό.π., άρθρο 119, σελ. 172). Μάλιστα, την υποχρέωση αυτή έχει το δικαστήριο και όταν η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα κατώτερου (από το επιληφθέν) δικαστηρίου, καθώς όπως ορθά γίνεται δεκτό κανένα ποινικό δικαστήριο δεν έχει γενική αρμοδιότητα, ενώ η παρ. 2 του άρθρου 119 ΚΠΔ προϋποθέτει καταρχήν αρμοδιότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου με βάση τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία γίνεται η παραπομπή στο ακροατήριο και απόδειξη -μετά τη συζήτηση της υπόθεσης- διάπραξης εγκλήματος υπαγόμενου σε δικαστήριο κατώτερου του επιληφθέντος (βλ. σχετ. ΑΠ 260/1963, ΠοινΧρ (ΙΓ/1963), 554, ΤριμΕφΠατρ 235/1996, Αρμ (1997), 569, ΤριμΠλημΘεσ 15786/2001, ΠοινΔικ (2002), 139, ΠλημΚαβ 1273/1972, ΠοινΧρ (ΙΓ/1963), 554, Κ.Βουγιούκα, ό.π., τομ. Ι, σελ. 116, Χ.Δέδε, ό.π., σελ. 176, Ι.Ζησιάδη, ό.π., τομ. Α΄, σελ. 589, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 119, σελ. 953, Α.Μπουρόπουλο, ό.π., άρθρο 119, σελ. 172-173, Α.Τριανταφύλλου, η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων, 2005, σελ. 156). Διαφορετική, πάντως, είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος όταν η αναρμοδιότητα προκύπτει μετά την έναρξη της συζήτησης και αντιμετωπίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 119 ΚΠΔ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διάταξη αυτή εάν αποδειχθεί από τη συζήτηση στο ακροατήριο ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε άλλο έγκλημα από εκείνο, για το οποίο παραπέμφθηκε, το οποίο ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου (άρα δεν είναι αναγκαίο να πρόκειται για ελαφρύτερο έγκλημα), το επιληφθέν δικαστήριο δεν κηρύσσεται αναρμόδιο, αλλά παραμένει αρμόδιο και δικάζει κατ’ ουσία την υπόθεση (ΑΠ 711/1999, ΝοΒ (47/1999), 1461 (περίλ.), ΤριμΠληΞανθ 438/2006, ΠοινΔικ (2007), 13, ΜονΠλημΣαμ 69/1971, ΠοινΧρ (ΚΒ/1972), 325, Α.Κονταξής, άρθρο 119, σελ. 953). Η αρμοδιότητα αυτή του δικάζοντος δικαστηρίου πρέπει να θεωρηθεί για το δικαστήριο δεσμευτική-υποχρεωτική, με την έννοια ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να παραπέμψει στο κατώτερο δικαστήριο (βλ. όμως αντίθ. Α.Στάικο, επίτομος ερμηνεία ελληνικής ποινικής δικονομίας, 1951, άρθρο 119, σελ. 506, ο οποίος θεωρεί ότι η αρμοδιότητα επαφίεται στην περίπτωση αυτή στη διακριτική εξουσία του δικάζοντος δικαστηρίου). Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου, να προκύπτουν από τη συζήτηση της υπόθεσης και να είναι διάφορα των πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία έγινε η παραπομπή στο ακροατήριο, διότι σε διαφορετική περίπτωση (όταν δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου αναγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο θέσπισμα) το δικαστήριο εφαρμόζοντας την παρ. 1 του άρθρου 119 ΚΠΔ είναι υποχρεωμένο να κηρύξει την αναρμοδιότητά του, ακόμα και εάν η εσφαλμένη παραπομπή στο ανώτερο δικαστήριο οφείλεται σε προφανή παραδρομή (ΠεντΕφΘεσ 414/2005, ΠοινΔικ (2005), 697, Αρμ (2005), 762, Μ.Παπαδογιάννης, ερμηνεία και νομολογία κατ’ άρθρον του κώδικος ποινικής δικονομίας, 1981, άρθρο 119, σελ. 253, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 154). Σε περίπτωση, όμως, που από τη συζήτηση προκύψει βαρύτερος χαρακτήρας της πράξης ή ιδιότητα του κατηγορουμένου ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας και επομένως αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου, το ήδη επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να κηρυχθεί αναρμόδιο και θα ενεργήσει όσα ορίζονται στο άρθρο 120 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ (βλ. και ΑΠ 2454/2003, ΠοινΛογ (2003), 2613, ΤριμΠλημΠειρ 248/2002, παραπέμπεται από Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 158-159, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 119, σελ. 953-954). Η διάταξη αυτή του άρθρου 119 παρ. 2 ΚΠΔ συνιστά εξαίρεση του γενικού κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 120 ΚΠΔ και υπηρετεί την οικονομία της δίκης (Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 153∙ πρβλ και Λ.Μαργαρίτη, γνωμοδότηση επί της ΤριμΠλημΘεσ 15786/2001, ΠοινΔικ (2002), σελ. 140). Πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι όσα αναφέρθηκαν αμέσως πιο πάνω προϋποθέτουν ότι με βάση τα αποδειχθέντα από τη συζήτηση πραγματικά περιστατικά θα είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας και η καταδίκη του κατηγορουμένου για διαφορετικό έγκλημα από εκείνο για το οποίο αρχικά παραπέμφθηκε∙ σε διαφορετική περίπτωση, όταν η πράξη που αποδείχθηκε ότι τελέστηκε είναι εντελώς διάφορη κατά τα συνιστώντα αυτή πραγματικά περιστατικά από την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (όταν δηλαδή πρόκειται για περίπτωση ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας), δεν είναι δυνατή ούτε η εκδίκαση της υπόθεσης από το επιληφθέν δικαστήριο (κάτι τέτοιο θα προκαλούσε απόλυτη ακυρότητα και θα καθιστούσε την απόφαση αναιρετέα κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α΄ ΚΠΔ) ούτε η παραπομπή λόγω αναρμοδιότητας σε άλλο ανώτερο δικαστήριο, αλλά θα πρέπει το επιληφθέν δικαστήριο να κηρύξει τον κατηγορούμενο αθώο και να διαβιβάσει κατ’ άρθρο 38 ΚΠΔ σχετική έκθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα για τη διερεύνηση της διάπραξης του διάφορου εγκλήματος που προέκυψε από τη συζήτηση της υπόθεσης (έτσι Π.Καίσαρης, κώδιξ ποινικής δικονομίας, τομ. Β΄, άρθρο 119, σελ. 1478, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 120, σελ. 957, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 153-154, Α.Μπουρόπουλος, παρατηρήσεις, ΠοινΧρ (Β/1952), σελ. 563-564).
Τέταρτον, το εδ. α΄ του άρθρου 121 ΚΠΔ ρυθμίζει την περίπτωση, κατά την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώνει καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου λόγω εκδίκασης από αυτό υπόθεσης που υπάγεται στην αρμοδιότητα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή στην αρμοδιότητα κατώτερου από το πρωτοβάθμιο δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητα, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη με έφεση πρωτόδικη απόφαση και να δικάσει το ίδιο (δηλαδή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο) ανέκκλητα την υπόθεση κατ’ ουσία (βλ. σχετ. και ΑΠ 1192/2007, ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 334). Με τη διάταξη αυτή κάμπτεται η αρχή της κρίσεως των δύο βαθμών, δηλαδή επέρχεται ανάλωση των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε μία δίκη (βλ. σχετ. ΑΠ 124/1988, ΠοινΧρ (ΛΗ/1988), 596, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 121, σελ. 1504). Η ρύθμιση αυτή, που συντελεί αναμφίβολα στην ταχεία εκδίκαση της υπόθεσης, προκαλεί αμφισβητήσεις ως προς τη δεσμευτικότητά της. Ειδικότερα, κατά μία άποψη στην περίπτωση της καθ’ ύλη αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για το λόγο ότι η υπόθεση υπάγεται (σε πρώτο βαθμό) στην αρμοδιότητα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα εφέσεως στον κατηγορούμενο (εννοείται εφόσον πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση όλες οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος), διότι σε διαφορετική περίπτωση ο κατηγορούμενος στερείται του νόμιμου δικαστή (Α.Καρράς, ποινικό δικονομικό δίκαιο, γ΄ έκδ. (2007), αριθ. 166, σελ. 155∙ πρβλ και Θ.Δαλακούρα, ποινική δικονομία (βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης), τομ. Α΄, 2003, σελ. 103, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 121, σελ. 967), άποψη που δεν φαίνεται ορθή, αφού η αρμοδιότητα του συγκεκριμένου δικαστηρίου προβλέπεται από ρητή και αφηρημένη διάταξη νόμου. Κατ’ άλλη, όμως, άποψη, που κρίνεται πειστικότερη και ορθή, η ρύθμιση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5 ΔΣΑΠΔ (Ν. 2462/1997), που καθιερώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου, που κρίνεται ένοχος, για επανεκδίκαση της υπόθεσής του από ανώτερο δικαστήριο (Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 185-186∙ βλ. αναλυτικά για τη ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 5 ΔΣΑΠΔ Λ.Μαργαρίτη, ποινική δικονομία (ένδικα μέσα), τομ. Ι, γ΄ έκδ. (2005), σελ. 39 επ.) και για το λόγο αυτό το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην περίπτωση του άρθρου 121 εδ. α΄ ΚΠΔ πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν δικάζει ανέκκλητα. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το ΣχΚΠ (Μανωλεδάκη) προβλέπει στο άρθρο 37 ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάζει ανέκκλητα την υπόθεση μόνο στην περίπτωση που αυτή υπαγόταν σε κατώτερο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ενώ στην περίπτωση που υπαγόταν στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου που δικάζει την έφεση, η εκδίκαση γίνεται σε πρώτο βαθμό, δηλαδή επιτρέπεται η άσκηση έφεσης (βλ. σχετ. Ι.Μανωλεδάκη, το σχέδιο του νέου κώδικα ποινικής δικονομίας, 1996, σελ. 70). Κατά την εφαρμογή της διάταξης αυτής (εδ. α΄) γεννήθηκε το ερώτημα ποια θα είναι η συνέπεια σε περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώσει καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και προχωρήσει στην κατ’ ουσία έρευνα της υπόθεσης, δίχως προηγουμένως να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση. Κατά μία άποψη η παράλειψη αυτή του δικαστηρίου δεν προκαλεί καμία ακυρότητα ούτε ιδρύει λόγο αναίρεσης για καθ’ ύλη αναρμοδιότητα με το σκεπτικό ότι και σε περίπτωση ακύρωσης της πρωτόδικης απόφασης στο ίδιο αποτέλεσμα θα κατέληγε (ΑΠ 838/1998, ΠοινΧρ (ΜΘ/1999), 441, ΔΕΕ (1999), 449, ΑΠ 443/1995, ΝοΒ (44/1996), 85 (:η οποία επιπλέον δέχεται ότι μόνη η παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης), ΑΠ 480/1974, ΠοινΧρ (ΚΔ/1974), 743, ΑΠ 1073/1972, ΠοινΧρ (ΚΓ/1973), 265, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 121, σελ. 966). Η αντίθετη, όμως, άποψη δέχεται ότι σε μία τέτοια περίπτωση ιδρύεται λόγος αναίρεσης για καθ’ ύλη αναρμοδιότητα (ολΑΠ 269/1976 (με αντίθ. μειοψ.), ΠοινΧρ (ΚΣΤ/1976), 714, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 184).
Πέμπτον, το εδ. β΄ του άρθρου 121 ΚΠΔ ρυθμίζει «κάθε άλλη περίπτωση» που δεν υπάγεται στη ρύθμιση του εδ. α΄. Έτσι, στη ρύθμιση του εδ. β΄ υπάγονται οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώνει καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου λόγω εκδίκασης από αυτό υπόθεσης που υπάγεται είτε στην αρμοδιότητα ανώτερου από το δευτεροβάθμιο δικαστηρίου (πρβλ ΑΠ 823/1989, ΠοινΧρ (Μ/1990), 194) ΝοΒ (37/1989), 1260, ΕφΚρητ 304/1973, ΠοινΧρ (ΚΓ/1973), 748) είτε σε ειδική ποινική δικαιοδοσία, όπως για παράδειγμα στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων Ανηλίκων, των στρατιωτικών δικαστηρίων, του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 Συντ. Στην πρώτη από τις περιπτώσεις αυτές (αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου από το δευτεροβάθμιο) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητα, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη με έφεση πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας ταυτόχρονα όσα προβλέπονται στο άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ (ΕφΚρητ 304/1973, ΠοινΧρ (ΚΓ/1973), 748). Μάλιστα, η γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 121 εδ. β΄ ΚΠΔ δίνει αρχικά την εντύπωση ότι τη δυνατότητα αυτή (παραπομπής στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο και όχι στον εισαγγελέα) έχει και το μονομελές πλημμελειοδικείο, όταν δικάζει έφεση κατά απόφασης του πταισματοδικείου, καθώς η διάταξη του άρθρου 121 εδ. β΄ ΚΠΔ ορίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενώ παράλληλα παραπέμπει μόνο στην παρ. 2 και όχι (και) στην παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ. Ορθότερο, πάντως, είναι να δεχτούμε ότι στην περίπτωση του μονομελούς δικαστηρίου, όταν αυτό δικάζει κατ’ έφεση, εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ τόσο κατά το σκέλος που ορίζει ότι το δικαστήριο αυτό πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα όσο και κατά το σκέλος που προβλέπει την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης (πρβλ και Α.Στάικο, ό.π., άρθρο 121, σελ. 521). Η τελευταία αυτή άποψη είναι ορθότερη, καθώς η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 2 ΚΠΔ δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε αναλογικά από μονομελές δικαστήριο, αφού με βάση αυτή ασκούνται στην πραγματικότητα εξουσίες δικαστικού συμβουλίου, το οποίο ποτέ δεν μπορεί να έχει μονομελή συγκρότηση. Είναι προφανές ότι η ρύθμιση του άρθρου 121 εδ. β΄ ΚΠΔ αναφέρεται στο συνήθως συμβαίνον, ήτοι σε πολυμελή δευτεροβάθμια δικαστήρια. Περαιτέρω, σε περίπτωση, κατά την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση υπάγεται σε άλλη δικαιοδοσία (δηλαδή όχι στην τακτική ή κοινή ποινική δικαιοδοσία, αλλά σε ειδική ποινική δικαιοδοσία), οφείλει να ακυρώσει την προσβαλλόμενη με έφεση απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία για τη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. σχετ. Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 121, σελ. 965-966, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 183). Αντίθετα, σε καμία περίπτωση το δικαστήριο δεν μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο της άλλης δικαιοδοσίας (βλ. σχετ. Α.Παπαδαμάκη, ποινική δικονομία (η δομή της ποινικής δίκης), β΄ έκδ. (2004), σελ. 88, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 183). Στην περίπτωση αυτή ο αρμόδιος εισαγγελέας, της δικαιοδοσίας στην οποία υπάγεται η υπόθεση, θα ασκήσει νέα ποινική δίωξη (Α.Παπαδαμάκης, ό.π., σελ. 88 και 90, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 183).
Έκτον, το άρθρο 502 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζει τις ενέργειες του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, σε περίπτωση άσκησης έφεσης για (καθ’ ύλην) αναρμοδιότητα. Η διατύπωση και οι λύσεις που δίνονται με τη διάταξη αυτή είναι οι ίδιες με εκείνες που δίνονται με το άρθρο 121 εδ. α΄ και β΄ ΚΠΔ, για το οποίο έγινε λόγος αμέσως πιο πάνω. Επομένως, και με βάση το άρθρο 502 παρ. 3 ΚΠΔ οι ενέργειες του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι οι ίδιες με εκείνες που αναφέρθηκαν πιο πάνω κατά την ανάλυση του άρθρου 121 ΚΠΔ. Εδώ μόνο αξίζει να σημειωθεί ότι στο εδ. α΄ του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ υπάρχει η φράση «αν η έφεση ασκήθηκε για αναρμοδιότητα...», ενώ το εδ. β΄ του ίδιου άρθρου ρυθμίζει την αντίθετη σε σχέση με το εδ. α΄ περίπτωση («διαφορετικά...»). Το στοιχείο που διαφοροποιεί τις δύο περιπτώσεις (του εδ. α΄ και του εδ. β΄ του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ), όπως αντίστοιχα συμβαίνει και στην περίπτωση των εδ. α΄ και β΄ του άρθρου 121 ΚΠΔ, είναι το δικαστήριο, στο οποίο κανονικά έπρεπε να εισαχθεί και να δικαστεί σε πρώτο βαθμό η υπόθεση. Εάν κανονικά αρμόδιο ήταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή δικαστήριο κατώτερο του δικαστηρίου που δίκασε σε πρώτο βαθμό, τότε θα εφαρμοστεί το εδ. α΄ (τόσο του άρθρου 121 όσο και του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ)∙ εάν, όμως, αρμόδιο ήταν κανονικά δικαστήριο ανώτερο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστήριο που ασκεί ειδική ποινική δικαιοδοσία, τότε θα εφαρμοστεί το εδ. β΄ (τόσο του άρθρου 121 όσο και του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ). Αντίθετα, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως κριτήριο της διάκρισης των δύο εδαφίων του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ η προβολή ή μη από τον κατηγορούμενο ως λόγου έφεσης της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το σφάλμα αυτό φαίνεται να έκανε και η ΤριμΕφΝαυπλ 583/2007, που δέχθηκε ουσιαστικά ότι εφόσον δεν προβλήθηκε ως λόγος έφεσης η καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, θα εφαρμοστεί το εδ. β΄ του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ και η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Μία τέτοια ερμηνεία, όμως, είναι εσφαλμένη για τους ακόλουθους λόγους: i) δίνει ουσιαστικά τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο να καταστρατηγήσει τις περί αρμοδιότητας διατάξεις, αφού προβάλλοντας την καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για πρώτη φορά στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου θα έχει διαφορετική αντιμετώπιση από εκείνη που θα είχε εάν είχε προβάλει σχετικό λόγο έφεσης, με περαιτέρω συνέπεια να ανατρέπει την βασική αρχή, που ισχύει στην καθ’ ύλην αναρμοδιότητα και για την οποία έγινε λόγος στην αρχή, ότι οι περί αρμοδιότητας διατάξεις δεν μπορούν να τροποποιηθούν ούτε με συμφωνία των διαδίκων, αφού υπό την ερμηνεία της σχολιαζόμενης απόφασης ο κατηγορούμενος έχει ουσιαστικά σχετικό δικαίωμα επιλογής, ii) αντιμετωπίζει διαφορετικά όμοιες καταστάσεις, επιφυλάσσοντας καλύτερη τύχη στον αμελή διάδικο, αφού ουσιαστικά ο διάδικος που προτείνει τον λόγο αυτό στην έκθεση εφέσεως θα δικαστεί σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ ο διάδικος που δεν προτείνει σχετικό λόγο στην έφεσή του θα δικαστεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με περαιτέρω δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης του τελευταίου, iii) έρχεται σε λογική αντίφαση με την εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να ελέγχει αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας την αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω, αφού υπό την ερμηνεία της σχολιαζόμενης απόφασης οι ενέργειες του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εξαρτώνται αποκλειστικά από τους λόγους έφεσης που προβάλλει ο κατηγορούμενος και iv) υπό την ερμηνεία που δόθηκε από την σχολιαζόμενη απόφαση είναι προφανής η αντίφαση του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ προς το άρθρο 121 ΚΠΔ∙ ποια, λοιπόν, θα είναι τα κριτήρια εκείνα που θα μας οδηγήσουν στην επιλογή της μιας ή της άλλης λύσης;
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η προβολή από τον κατηγορούμενο της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας ως λόγου έφεσης δεν επηρεάζει τις ενέργειες του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου∙ αυτές καθορίζονται από τα άρθρα 121 και 502 παρ. 3 ΚΠΔ με τον ίδιο τρόπο.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Η νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης
(μετά τους νόμους 3160/2003 και 3346/2005)

Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ


Α. Η νομική φύση και η θέση της προκαταρκτικής εξέτασης στην ποινική δίκη.
Β. Ποιος διατάσσει την προκαταρκτική εξέταση. Εξουσίες του εισαγγελέα.
α) Ο κανόνας: διενέργεια από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
β) η παράλληλη δυνατότητα διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης (και προανάκρισης) από τον εισαγγελέα εφετών και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
γ) αποκλειστική αρμοδιότητα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και εισαγγελέα εφετών για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.
Γ. Η διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης.
Δ. Έννοια του «υπόπτου», τρόπος εξέτασής του και τα δικαιώματά του στην προκαταρκτική εξέταση.
α) προθεσμία κλήτευσης «υπόπτου».
β) δικαίωμα παράστασης με συνήγορο.
γ) δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο.
δ) ανωμοτί εξέτασή του-έγγραφο υπόμνημα.
ε) δικαίωμα άρνησης παροχής εξηγήσεων.
στ) δικαίωμα να λαμβάνει προθεσμία προς παροχή εξηγήσεων.
ζ) δικαίωμα να λαμβάνει αντίγραφα της δικογραφίας.
η) δικαίωμα πρότασης μαρτύρων και προσαγωγής αποδεικτικών μέσων.
θ) δικαίωμα υπόπτου να ενημερωθεί για τα δικαιώματά του από τον ενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση.
ι) δεν υπάρχει υποχρέωση για ενημέρωση του υπόπτου σχετικά με την πράξη, που αφορά η εξέταση.
ια) δήλωση διεύθυνσης κατοικίας από τον ύποπτο και πλασματική επίδοση.
Ε. Η κλήτευση του υπόπτου ως αναγκαίος όρος για τη νόμιμη περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης.
ΣΤ. Συνέπειες της μη τήρησης των προϋποθέσεων του άρθρου 31 ΚΠΔ.
Ζ. Δικαιώματα του πολιτικώς ενάγοντος στην προκαταρκτική εξέταση.
Η. Επιτρεπόμενες και απαγορευμένες ανακριτικές πράξεις στην προκαταρκτική εξέταση.
Θ. Τύχη πειστηρίων και κατασχεθέντων κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης.
Ι. Το επιτρεπτό συντάξεως «εισαγγελικού πορίσματος» μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης.



Α. Η νομική φύση και η θέση της προκαταρκτικής εξέτασης στην ποινική δίκη.
Η προκαταρκτική εξέταση είναι η προ της ασκήσεως ποινικής διώξεως διαδικασία, με την οποία δίνεται η ευχέρεια στην εισαγγελική αρχή να εξακριβώσει τη βασιμότητα μιας καταγγελίας (έγκλησης, μήνυσης ή αναφοράς) και να αποφευχθεί κατ’ αυτό τον τρόπο αφενός η ταλαιπωρία των πολιτών, που συνεπάγεται η άσκηση σε βάρος τους ποινικής δίωξης αφετέρου η απασχόληση των δικαστικών αρχών με αβάσιμες καταγγελίες[1]. Ο θεσμός της προκαταρκτικής εξέτασης τέθηκε σε ισχύ έξι χρόνια πριν από την εισαγωγή του ΚΠΔ, δηλ. εισήχθη με τους Α.Ν. 120/1945 και Α.Ν. 160/1945[2].
Κατά την άποψη που κυριαρχούσε στο παρελθόν, η προκαταρκτική εξέταση είχε καθαρά διοικητικό χαρακτήρα[3]. Σύμφωνα με την κρατούσα πλέον (και αναμφίβολα ορθότερη) άποψη η προκαταρκτική εξέταση συνιστά οιονεί δικαιοδοτική (και όχι διοικητική) λειτουργία[4]. Μετά δε τις τροποποιήσεις του Ν. 3160/2003 και του Ν. 3346/2005 στον ΚΠΔ, η προκαταρκτική εξέταση έχει σαφώς ενταχθεί στους θεσμούς της ποινικής δίκης[5]. Αποτελεί και αυτή ένα στάδιο της όλης ποινικής διαδικασίας, υπό την ευρύτερη έννοιά της[6]. Και στην προκαταρκτική εξέταση για το σχηματισμό της οικείας κρίσης χρησιμοποιούνται (πλην των εξαιρέσεων που ρητά ο νόμος εισάγει ή η ιδιαιτερότητα του σταδίου επιβάλλει) τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 178 ΚΠΔ και για την εκτίμησή τους ισχύει τόσο η κατ’ άρθρο 177 ΚΠΔ αρχή της ηθικής απόδειξης όσο και η δέσμευση της μη λήψεως υπόψη απαγορευμένων ή παράνομα αποκτημένων αποδείξεων[7].
Η προκαταρκτική εξέταση δεν συνιστά τρόπο άσκησης της ποινικής δίωξης, οι οποίοι αναγράφονται κατά τρόπο περιοριστικό στο άρθρο 43 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ[8].
Αφορμή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης μπορεί να δώσει στον εισαγγελέα υποβληθείσα έγκληση ή μήνυση ή αναφορά, αλλά και οποιαδήποτε πληροφορία του για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος[9]. Η προκαταρκτική εξέταση κατατείνει στην ανακάλυψη της αλήθειας και επομένως κατά τη διενέργειά της πρέπει να συλλέγονται όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, δηλ. τόσο τα επιβαρυντικά για τον ύποπτο στοιχεία όσο και εκείνα που είναι υπέρ της αθωότητάς του. Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης είναι επιτρεπτή και στις περιπτώσεις εκείνων των εγκλημάτων, για τα οποία δεν είναι υποχρεωτική κατ’ άρθρο 244 ΚΠΔ η προανάκριση[10], αλλά και εκείνων, για τα οποία δεν επιτρέπεται διενέργεια προανάκρισης[11]. Επίσης, προκαταρκτική εξέταση μπορεί να ενεργηθεί και σε περίπτωση που ο δράστης του εγκλήματος είναι άγνωστος[12]. Εξάλλου, η διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης είναι επιτρεπτή για κάθε έγκλημα και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν αυτό διώκεται αυτεπαγγέλτως ή κατ’ έγκληση[13], από τη βαρύτητά του (εάν δηλαδή πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα), καθώς και από τη μορφή της καταγγελίας (μήνυση, έγκληση ή αναφορά). Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης μετά τον Ν. 3160/2003 είναι υποχρεωτική για τα σοβαρότερα αδικήματα (δηλ. για τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου), εφόσον για την ίδια υπόθεση δεν έχει προηγηθεί αστυνομική προανάκριση ή Ε.Δ.Ε.[14]
Η προκαταρκτική εξέταση στοχεύει στη συλλογή εκείνων των στοιχείων που είναι απαραίτητα για τον εισαγγελέα, προκειμένου να αποφασίσει εάν συντρέχει περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης ή απόρριψης της σχετικής καταγγελίας του εγκλήματος (έγκλησης, μήνυσης ή αναφοράς) ως προφανώς αβάσιμης στην ουσία της, ώστε να μην υποβάλλεται κάποιος στην ταλαιπωρία της ανάκρισης εάν δεν υπάρχουν επαρκή σε βάρος του στοιχεία[15]. Ενόψει του σκοπού αυτού της προκαταρκτικής εξέτασης πρέπει να γίνει δεκτό ότι μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης (είτε με παραγγελία για προανάκριση ή κύρια ανάκριση είτε με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο) δεν μπορεί πλέον να διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση[16]∙ δηλ. δεν μπορεί να διενεργείται παράλληλα προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση ή κύρια ανάκριση, αλλά ούτε μπορεί να παραγγείλει ο εισαγγελέας προκαταρκτική εξέταση μετά την ολοκλήρωση της προανάκρισης ή της κύριας ανάκρισης[17].
Η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται κατά τους όρους των άρθρων 240 και 241 ΚΠΔ και επομένως μπορεί να διενεργηθεί όχι μόνο κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, αλλά και κατά τις Κυριακές και λοιπές αργίες και εξαιρετέες ημέρες, ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύκτας εάν υπάρχει ανάγκη[18]. Επίσης, μπορεί να διενεργείται σε οποιονδήποτε τόπο κρίνεται κατάλληλος και επομένως όχι υποχρεωτικά στο γραφείο. Επίσης, γίνεται εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα με την παρουσία δικαστικού γραμματέα ή δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου.
Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης ο εισαγγελέας είναι ο μόνος αρμόδιος να αποφασίσει εάν συντρέχει ή όχι περίπτωση άσκησης της ποινικής δίωξης, χωρίς πάντως να επιτρέπεται η υποβολή από τον εισαγγελέα απαλλακτικής πρότασης στο δικαστικό συμβούλιο, αφού δεν έχει ασκηθεί ακόμα ποινική δίωξη[19]. Αντίθετα, μετά την ολοκλήρωση της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης ο εισαγγελέας δεν μπορεί πλέον να «διαθέσει» το αντικείμενο της ποινικής δίκης, αλλά για την τύχη της ασκηθείσας ποινικής δίωξης θα αποφασίσει το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο. Επίσης, ενόψει της πιο πάνω νομικής φύσης της προκαταρκτικής εξέτασης και μέχρι την άσκηση της ποινικής δίωξης το δικαστικό συμβούλιο δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει τυχόν ακυρότητα αυτής[20].
Πρέπει, πάντως, να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι στην προκαταρκτική εξέταση δεν ισχύει η αρχή «in dubio pro reo», αλλά η αρχή «in dubio contra reum» και επομένως, η ύπαρξη (τουλάχιστον) υπόνοιας τέλεσης εγκλήματος (απλές ενδείξεις) αρκεί για την άσκηση της ποινικής δίωξης[21].

Β. Ποιος διατάσσει την προκαταρκτική εξέταση. Εξουσίες του εισαγγελέα.
α) Ο κανόνας: διενέργεια από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Το άρθρο 31 ΚΠΔ αναφέρεται στο δικαίωμα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ενεργεί προκαταρκτική εξέταση (και προανάκριση)[22]. Βάσει της διατάξεως αυτής ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει γενική αρμοδιότητα στη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και μόνο κατ’ εξαίρεση το δικαίωμα του εισαγγελέα εφετών ή του Αρείου Πάγου αποκλείει το αντίστοιχο δικαίωμα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών[23]. Ειδικότερα, το άρθρο 31 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ προβλέπει το δικαίωμα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ενεργεί ο ίδιος ή να αναθέτει σε κάποιον από τους αντεισαγγελείς του ή τους εισαγγελικούς του παρέδρους τόσο προκαταρκτική εξέταση όσο και προανάκριση[24]. Μάλιστα, σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34 ΚΠΔ η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση μπορεί να γίνεται και από τους γενικούς και ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα και υπό την εποπτεία του. Πάντως, η προκαταρκτική εξέταση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ενεργηθεί από δικαστή, που δεν έχει παράλληλα την ιδιότητα ανακριτικού υπαλλήλου[25] ούτε από τον ανακριτή[26], αλλά ούτε και από τον δημόσιο κατήγορο[27]. Την προκαταρκτική εξέταση μπορεί να διατάξει μόνο ο εισαγγελέας∙ επομένως, διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης χωρίς εισαγγελική παραγγελία δεν είναι επιτρεπτή, σε αντίθεση με ό,τι προβλέπει το άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ για την αστυνομική προανάκριση[28]. Η προκαταρκτική εξέταση διευθύνεται σε κάθε περίπτωση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και επομένως αυτός είναι ο μόνος αρμόδιος για την επίλυση κάθε ζητήματος που θα ανακύψει[29].
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι λόγω της αναγνωριζόμενης στο άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠΔ ιδιότητας του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ως ανακριτικού υπαλλήλου γίνεται δεκτό ότι αυτός (εισαγγελέας πλημμελειοδικών) είναι υποχρεωμένος να παραλάβει τη μήνυση που αφορά σε αυτόφωρη πράξη και δεν μπορεί να αρνηθεί με τη δικαιολογία ότι η μήνυση πρέπει να υποβληθεί στην αστυνομική αρχή[30].
β) η παράλληλη δυνατότητα διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης (και προανάκρισης) από τον εισαγγελέα εφετών και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με το άρθρο 35 ΚΠΔ παράλληλα με τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ο εισαγγελέας εφετών έχει αρμοδιότητα για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης είτε αυτοπροσώπως είτε δια των αντεισαγγελέων του, για κάθε αξιόποινη πράξη της περιφέρειας του εφετείου. Η κατά τη διάταξη αυτή προκαταρκτική εξέταση μπορεί να διενεργηθεί μόνο από τον εισαγγελέα εφετών προσωπικά ή από κάποιον αντεισαγγελέα εφετών, όχι όμως από εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα πλημμελειοδικών, στους οποίους μόνο η διενέργεια συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης μπορεί να ανατεθεί κατ’ εξαίρεση από τον εισαγγελέα εφετών[31]. Επίσης, την ίδια αρμοδιότητα έχει και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (είτε ο ίδιος προσωπικά είτε δια των Αντεισαγγελέων του) για κάθε αξιόποινη πράξη, για την οποία υφίσταται δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων. Σκοπός της διάταξης αυτής δεν είναι ο παραμερισμός του κατά κύριο λόγο αρμόδιου για την άσκηση της ποινικής δίωξης και τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά η αντιμετώπιση των περιπτώσεων εκείνων αδράνειας ή άρνησης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ασκήσει ποινική δίωξη για ορισμένη πράξη[32].
Σχετικά με την πρόβλεψη αυτή του άρθρου 35 ΚΠΔ και το δικαίωμα του εισαγγελέα εφετών να διενεργεί προκαταρκτική εξέταση πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις: Πρώτον, η αρμοδιότητα του εισαγγελέα εφετών για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν εξαντλείται μόνο στα εγκλήματα που τελούνται εντός της περιφέρειας του εφετείου, αλλά επεκτείνεται και σε κάθε έγκλημα για το οποίο υπάρχει αρμοδιότητα των δικαστηρίων της αντίστοιχης εφετειακής περιφέρειας, όπως για παράδειγμα όταν ο ύποπτος κατοικεί ή διαμένει εντός της περιφέρειας του εφετείου, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος είναι άγνωστος. Δεύτερον, το δικαίωμα αυτό έχει ο εισαγγελέας εφετών για κάθε έγκλημα ανεξάρτητα από το χαρακτήρα αυτού ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος. Τρίτον, όπως ήδη αναφέρθηκε, η κατά τη διάταξη αυτή προκαταρκτική εξέταση μπορεί να διενεργηθεί μόνο από τον εισαγγελέα εφετών προσωπικά ή από κάποιον αντεισαγγελέα εφετών, όχι όμως από εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα πλημμελειοδικών, στους οποίους μόνο η διενέργεια συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης μπορεί να ανατεθεί κατ’ εξαίρεση από τον εισαγγελέα εφετών. Τέταρτον, ως προς τον τρόπο διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης θα έχουν εφαρμογή οι προβλέψεις του άρθρου 31 ΚΠΔ (βλ. έτσι και Μ.Παπαδογιάννη, άρθρο 35, σελ. 85). Όπως και πιο κάτω θα αναφερθεί, η δυνατότητα αυτή του εισαγγελέα εφετών να διενεργεί προκαταρκτική εξέταση τελεί υπό τον περιορισμό της μη προηγούμενης παραγγελίας για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
Εφόσον ο εισαγγελέας εφετών κάνει χρήση της εξουσίας που του παρέχει το άρθρο 35 ΚΠΔ και διενεργήσει (είτε ο ίδιος είτε με κάποιον αντεισαγγελέα του) προκαταρκτική εξέταση, η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης καθορίζεται από το άρθρο 35 εδ. β΄ ΚΠΔ. Διευκρινίζεται εδώ ότι η διάταξη του άρθρου 35 εδ. β΄ ΚΠΔ εφαρμόζεται μόνο όταν την προκαταρκτική εξέταση διενεργεί ο εισαγγελέας εφετών (είτε ο ίδιος προσωπικά είτε με κάποιον αντεισαγγελέα του) και όχι όταν η προκαταρκτική εξέταση διενεργήθηκε ή διατάχθηκε από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 43 και 47 ΚΠΔ[33]. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 35 εδ. β΄ ΚΠΔ ο εισαγγελέας εφετών έχει δύο δυνατότητες: είτε να αρχειοθετήσει την υπόθεση είτε να παραγγείλει την άσκηση της ποινικής δίωξης. Η αρχειοθέτηση της υπόθεσης γίνεται αποκλειστικά από τον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος δεν οφείλει (ούτε μπορεί) να υποβάλλει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αναφορά προς έγκριση της αρχειοθέτησης[34]. Η πρώτη από τις δυνατότητες αυτές (αρχειοθέτηση της υπόθεσης) τελεί υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι στο μεταξύ ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν έχει ασκήσει ποινική δίωξη∙ και τούτο είναι ορθό, αφού μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της ποινικής δίκης, που μόνο με δικαστική απόφαση (στην έννοια της οποίας εντάσσεται και το βούλευμα) μπορεί να περατωθεί. Ο περιορισμός αυτός της πρώτης δυνατότητας αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ασκεί ποινική δίωξη, δίχως τη διενέργεια από αυτόν προκαταρκτικής εξέτασης και δίχως να αναμένει το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργεί ο εισαγγελέας εφετών∙ πρόκειται για τις περιπτώσεις, στις οποίες η προκαταρκτική εξέταση δεν είναι αναγκαίος όρος για την άσκηση της ποινικής δίωξης, δηλαδή για τα πλημμελήματα αρμοδιότητα μονομελούς πλημμελειοδικείου ή για κακουργήματα και πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, εφόσον στις δύο τελευταίες περιπτώσεις έχει ήδη διενεργηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή «αστυνομική προανάκριση»[35]. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι από τον περιορισμό αυτό της πρώτης δυνατότητας δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να διατάξει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης όσο διαρκεί η προκαταρκτική εξέταση που προηγούμενα διατάχθηκε από τον εισαγγελέα εφετών[36]. Περαιτέρω, στην περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών αρχειοθετήσει την υπόθεση κατά το άρθρο 35 εδ. β΄ ΚΠΔ, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν κωλύεται να ασκήσει στη συνέχεια ποινική δίωξη (και μάλιστα για την άσκηση της ποινικής δίωξης αρκεί η διενεργηθείσα από τον εισαγγελέα εφετών προκαταρκτική εξέταση, δίχως να απαιτείται επανάληψη αυτής από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών) ούτε ο εισαγγελέας εφετών να ανακαλέσει τη διάταξή του περί αρχειοθετήσεως και να παραγγείλει στη συνέχεια την άσκηση ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών[37]. Η δεύτερη δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 35 εδ. β΄ ΚΠΔ στον εισαγγελέα εφετών μετά τη διενέργεια της κατά το άρθρο 35 ΚΠΔ προκαταρκτικής εξέτασης (και εφόσον στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας εφετών πείθεται από την προκαταρκτική εξέταση ότι τελέστηκε ορισμένο έγκλημα) είναι η παραγγελία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ασκήσει ποινική δίωξη για την πράξη, στην οποία αφορούσε η προκαταρκτική εξέταση. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών είναι υποχρεωμένος σε μία τέτοια περίπτωση να ασκήσει την ποινική δίωξη∙ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών αφενός ο τελευταίος υπέχει πειθαρχική και ποινική ευθύνη αφετέρου είναι δυνατόν ο εισαγγελέας εφετών να ζητήσει από την ολομέλεια του εφετείου να διατάξει κατ’ άρθρο 29 ΚΠΔ αυτή την άσκηση της ποινικής δίωξης είτε από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (που σε μία τέτοια περίπτωση θα είναι μάλλον μάταιη ενέργεια) είτε από τον εισαγγελέα εφετών[38]. Διευκρινίζεται, πάντως, ότι η παραγγελία του εισαγγελέα εφετών προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών για άσκηση ποινικής δίωξης δεν επιφέρει τα αποτελέσματα της άσκησης ποινικής δίωξης, για την οποία μόνος αρμόδιος παραμένει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών[39]. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι ο εισαγγελέας εφετών ασκεί ο ίδιος την ποινική δίωξη, στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες με ειδικές νομοθετικές προβλέψεις ορίζεται ο εισαγγελέας εφετών ως μόνος αρμόδιος για την άσκηση ποινικής δίωξης επί ορισμένων εγκλημάτων[40].
Το άρθρο 35 εδ. γ΄ ΚΠΔ αναφέρεται στα ειδικότερα δικαιώματα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος αφενός μπορεί να διατάσσει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης[41] αφετέρου μπορεί να διατάσσει τη διεξαγωγή της ανάκρισης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Σχετικά με τη διάταξη αυτή πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις: Πρώτον, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να διενεργεί είτε ο ίδιος είτε με κάποιον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου προκαταρκτική εξέταση για οποιοδήποτε έγκλημα, για το οποίο υπάρχει δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων, και μάλιστα χωρίς κανένα περιορισμό∙ επομένως, μπορεί να διενεργεί προκαταρκτική εξέταση ακόμα και εάν για το ίδιο έγκλημα έχει ήδη διαταχθεί και εκκρεμεί προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή τον εισαγγελέα εφετών[42]. Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ως εξαίρεση στον κανόνα του εδ. α΄ του άρθρου 35 ΚΠΔ και για το λόγο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται στενά, με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφετών όταν πρώτα διατάχθηκε η προκαταρκτική εξέταση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου[43]. Δεύτερον, μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης από τον Εισαγγελέα του Αρείου μπορεί ο τελευταίος, εφόσον πείθεται ότι έχει τελεστεί ορισμένο έγκλημα, να παραγγείλει στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών την άσκηση της ποινικής δίωξης[44]∙ σχετικά με την υποχρέωση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών να εκτελέσει την παραγγελία αυτή ισχύουν όσα αμέσως πιο πάνω αναφέρθηκαν για την αντίστοιχη παραγγελία του εισαγγελέα εφετών. Εδώ επίσης πρέπει να τονιστεί ότι στις περιπτώσεις, όπου ειδικές νομοθετικές διατάξεις προβλέπουν αποκλειστική αρμοδιότητα του εισαγγελέα εφετών για άσκηση ποινικής δίωξης επί ορισμένων εγκλημάτων[45], ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα απευθύνει τη σχετική του παραγγελία στον εισαγγελέα εφετών. Τρίτον, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να διατάξει την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της (ήδη διαταχθείσας και διενεργούμενης) ανάκρισης και την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο∙ σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει δεκτό ότι με βάση τη διάταξη του άρθρου 35 εδ. γ΄ ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να διατάξει ο ίδιος τη διενέργεια της ανάκρισης, όπως ενδεχόμενα μπορεί να συναχθεί από την κακή διατύπωση της διάταξης αυτής[46].
Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης είτε από τον εισαγγελέα εφετών είτε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν εμποδίζει την άσκηση ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και πριν την ολοκλήρωση αυτής, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι γενικές προϋποθέσεις, δηλαδή εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου ή εφόσον για την ίδια υπόθεση έχει διενεργηθεί «αστυνομική προανάκριση» ή ένορκη διοικητική εξέταση. Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι η με οποιονδήποτε τρόπο άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών αποκλείει πλέον τη δυνατότητα διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης για την ίδια πράξη (είτε κατ’ άρθρο 31 ΚΠΔ από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών είτε κατ’ άρθρο 35 ΚΠΔ από τον εισαγγελέα εφετών ή τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), διαφορετικά η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται ακύρως[47].
Η παράλληλη αρμοδιότητα όλων των εισαγγελέων (Αρείου Πάγου, εφετών και πλημμελειοδικών) να διενεργούν προκαταρκτική εξέταση θεωρείται ιδιαίτερα αρνητική, ενόψει και της αναμενόμενης αναβάθμισης του ρόλου του εισαγγελέα πλημμελειοδικών[48]. Ενόψει του ότι θα ήταν αδικαιολόγητο να ασκείται ταυτόχρονα το δικαίωμα αυτό των εισαγγελέων, το άρθρο 35 ΚΠΔ ορίζει ότι το δικαίωμα για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης έχει ο εισαγγελέας εφετών μόνο εφόσον δεν έχει διαταχθεί προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Πάντως, ακόμα και εάν δεν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο εισαγγελέας εφετών πριν την άσκηση του δικαιώματός του για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης θα πρέπει να επικοινωνεί με τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, προκειμένου να ενημερωθεί για τις προθέσεις του, ώστε να μην δίνεται αδικαιολόγητα η εντύπωση αμέλειας ή αδράνειας του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και να μην θίγονται η αξιοπιστία και το κύρος του εισαγγελικού θεσμού[49]. Εξάλλου, γίνεται ερμηνευτικά δεκτό ότι ούτε ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να διατάξει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, όταν αυτή διενεργείται ήδη από τον εισαγγελέα εφετών κατά το άρθρο 35 ΚΠΔ[50]. Επίσης, ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι ούτε ο εισαγγελέας εφετών ούτε ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορούν να διενεργήσουν προκαταρκτική εξέταση στην περίπτωση που ήδη διενεργείται προκαταρκτική εξέταση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου[51]. Πρέπει εδώ να διευκρινιστεί ότι ακόμα και εάν διενεργείται παράλληλα προκαταρκτική εξέταση από δύο εισαγγελείς, χωρίς να είναι τούτο επιτρεπτό κατά τα προαναφερόμενα, οι ανακριτικές πράξεις που διενεργούνται παραμένουν ισχυρές, αλλά θα πρέπει ο εισαγγελέας που δεύτερος επελήφθη της υποθέσεως να αποστείλει όλο το συγκεντρωθέν υλικό στον εισαγγελέα που επελήφθη πρώτος και μάλιστα άμεσα, μόλις πληροφορηθεί τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και από άλλο εισαγγελέα[52].
γ) αποκλειστική αρμοδιότητα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και εισαγγελέα εφετών για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Εκτός από την πρόβλεψη του άρθρου 35 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (και συγκεκριμένα ένας από τους Αντεισαγγελείς του) έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σχετικά με τα αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 29 παρ. 4 ΚΠΔ, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 Ν. 3472/2006. Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές αποκλείεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφετών, στους οποίους πάντως ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να παραγγέλλει τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων. Βέβαια, δεν αποκλείεται να διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και τον εισαγγελέα εφετών σε περίπτωση που δεν είναι από την αρχή γνωστή η ιδιότητα του κατηγορουμένου ως δικαστικού λειτουργού, αλλά πάντως πρέπει να γίνει δεκτό ότι μόλις γίνει γνωστή η ιδιότητά του αυτή, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ή ο εισαγγελέας εφετών πρέπει να γνωστοποιήσουν τούτο στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου διαβιβάζοντάς του άμεσα την ήδη σχηματισθείσα δικογραφία.
Επίσης, εκτός από την πρόβλεψη του άρθρου 35 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας εφετών έχει κατ’ άρθρο 31 Ν. 3340/2005 αποκλειστική αρμοδιότητα για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σχετικά με τα εγκλήματα των άρθρων 29 και 30 Ν. 3340/2005 «για την προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς», που αφορούν στην εν γνώσει χρησιμοποίηση προνομιακών πληροφοριών για απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων και στην τεχνητή διαμόρφωση τιμών και εμπορευσιμότητας χρηματοπιστωτικών μέσων. Στις περιπτώσεις αυτές αποκλείεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. α΄ Ν. 3340/2005 οφείλει να υποβάλλει τις σχετικές με τα εγκλήματα αυτά καταγγελίες στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 3 Ν. 3340/2005 ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να διενεργεί προκαταρκτική εξέταση για τα εγκλήματα αυτά είτε ο ίδιος προσωπικά είτε να παραγγέλλει τη διενέργειά της σε (γενικό ή ειδικό) ανακριτικό υπάλληλο.

Γ. Η διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης.
Με το άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 3160/2003 προστέθηκε στο άρθρο 31 ΚΠΔ τρίτη παράγραφος, η οποία επιχειρεί να θέσει χρονικούς περιορισμούς στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Η διάταξη αυτή, όπως και η αντίστοιχη του άρθρου 243 παρ. 4 ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 3 Ν. 3160/2003, αποτελούν συνέχεια μίας σειράς νομοθετικών παρεμβάσεων και καθιέρωσης χρονικών περιορισμών στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών. Ειδικότερα, αρχικά το άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 1300/1982 προέβλεψε την ολοκλήρωση της ανάκρισης στα εγκλήματα της ζωοκλοπής και ζωοκτονίας σε ένα μήνα, ενώ στη συνέχεια το άρθρο 18 παρ. 4 Ν. 2721/1999 προσέθεσε παράγραφο 4 στο άρθρο 248 ΚΠΔ, με την οποία καθιερώνονταν χρονικοί περιορισμοί στην ολοκλήρωση της κύριας ανακρίσεως[53].
Η παρ. 3 του άρθρου 31 ΚΠΔ ορίζει ότι η διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης δεν μπορεί να υπερβεί τους τέσσερις μήνες, ενώ προβλέπεται περίπτωση παράτασης της προθεσμίας αυτής έως τέσσερις επιπλέον μήνες από τον εισαγγελέα εφετών. Η προθεσμία του άρθρου αυτού καλύπτει όλο το διάστημα από την υποβολή της καταγγελίας (έγκλησης, μήνυσης ή αναφοράς) μέχρι την αρχειοθέτηση της υποθέσεως ή την άσκηση της ποινικής δίωξης[54]. Υποστηρίζεται, πάντως, και η άποψη ότι δεν καλύπτεται και επομένως δεν υπολογίζεται στην προθεσμία αυτή το διάστημα, κατά το οποίο η δικογραφία βρίσκεται στα χέρια του εισαγγελέα προς επεξεργασία[55].
Τυχόν υπέρβαση της προθεσμίας του άρθρου 31 παρ. 3 ΚΠΔ (τόσο της αρχικής όσο και της τυχόν παράτασης που χορηγήθηκε κατά το εδ. β΄) σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει την πορεία της υπόθεσης ούτε δημιουργεί καμία ακυρότητα[56]. Κάτι τέτοιο, εκτός του ότι δεν προκύπτει από πουθενά, θα ερχόταν σε αντίθεση και με τον επιδιωκόμενο σκοπό της διάταξης αυτής, δηλαδή την επιτάχυνση της ποινικής δίκης, αφού τυχόν αποδοχή ακυρότητας της διαδικασίας θα οδηγούσε στην ανάγκη επανάληψης όλων των διαδικαστικών πράξεων. Το πιο πάνω συμπέρασμα, εξάλλου, ενισχύεται και από τη διατύπωση που χρησιμοποιεί ο Ν. 3160/2003 συγκρινόμενος με το αρχικό Σχέδιο για την τροποποίηση του ΚΠΔ, όπου η διατύπωση ήταν πιο επιτακτική∙ συγκεκριμένα το σχέδιο αυτό ανέφερε ότι «μετά την πάροδο τετραμήνου από τη λήψη της παραγγελίας … δεν επιτρέπεται η συνέχισή της χωρίς έγγραφη έγκριση αυτού που την παρήγγειλε». Τέλος, τυχόν παραδοχή της αντίθετης άποψης θα ήταν τουλάχιστον οριακής συνταγματικότητας, καθώς δεν μπορεί να νοηθεί γενικά και αφηρημένα χρονικός περιορισμός στην άσκηση των δικαστικών και εισαγγελικών καθηκόντων, αφού κάτι τέτοιο αδιαφορώντας για την ιδιαιτερότητα κάθε υποθέσεως θα απέβαινε σε βάρος της πραγματικής και ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης. Έτσι, με βάση τα παραπάνω πρέπει να δεχθούμε ότι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 31 παρ. 3 ΚΠΔ προθεσμίες είναι ενδεικτικές και η υπέρβασή τους μόνο πειθαρχική ευθύνη του προανακριτικού υπαλλήλου και του εποπτεύοντος εισαγγελέα μπορεί να προκαλέσει[57].
Η παράταση της προθεσμίας για ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης εγκρίνεται υπό τις ακόλουθες διακρίσεις: α) αν την προκαταρκτική εξέταση ενεργεί ο ίδιος ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών αυτοπροσώπως, την παράταση εγκρίνει ο εισαγγελέας εφετών∙ β) αν την προκαταρκτική εξέταση ενεργεί με παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα οποιοσδήποτε ανακριτικός υπάλληλος, την παράταση εγκρίνει ο εισαγγελέας που παρήγγειλε την προκαταρκτική εξέταση[58]. Υποστηρίζεται, πάντως, η άποψη ότι η παράταση της προθεσμίας φαίνεται να αποκλείεται όταν την προκαταρκτική εξέταση ενεργεί κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα (γενικός ή ειδικός) ανακριτικός υπάλληλος[59]. Εξάλλου, γίνεται δεκτό ότι η παράταση της προθεσμίας προς ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης πρέπει να δικαιολογείται από εξαιρετικούς λόγους, αναγόμενους σε ανακύπτουσες κατά την αναζήτηση και συλλογή του αποδεικτικού υλικού δυσχέρειες του ανακρίνοντος, όπως όταν πρόκειται για διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων και οι οποίες πρέπει να εξειδικεύονται με λεπτομέρειες, ώστε να μπορεί ο εισαγγελέας εφετών να αποφανθεί σχετικά[60]∙ βέβαια, τίθεται το ερώτημα εάν δεν συντρέχουν οι εξαιρετικοί λόγοι ποια θα είναι η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ή ο ανακριτικός υπάλληλος θα συνεχίσει και θα ολοκληρώσει την προκαταρκτική εξέταση, ανεξάρτητα από την τυχόν μη έγκριση της παράτασης, η οποία θα έχει ως μόνη συνέπεια την αναζήτηση πειθαρχικών ευθυνών.

Δ. Έννοια του «υπόπτου», τρόπος εξέτασής του και τα δικαιώματά του στην προκαταρκτική εξέταση.
Η έννοια του «υπόπτου» είναι καταρχήν άγνωστη στο δίκαιό μας[61]. Νομοθετικά χρησιμοποιήθηκε ο όρος αυτός κατά το παρελθόν μόνο στο άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ πριν την τροποποίηση του τελευταίου από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 3160/2003[62]. Καθιερώθηκε, όμως, η χρήση του όρου αυτού για να προσδιορίσει το πρόσωπο εκείνο που καταγγέλλεται στην έγκληση ή μήνυση (ή αίτηση εάν αυτή δίνει αφορμή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης) ως δράστης της πράξης ή εκείνο, στον οποίο αποδίδεται κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης η πράξη, για την οποία ενεργείται η προκαταρκτική εξέταση (βλ. σχετ. άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ)∙ με την έννοια αυτή χρησιμοποιείται ο όρος ύποπτος και στα πλαίσια της παρούσας εργασίας. Μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στον ΚΠΔ ο Ν. 3346/2005, η έννοια και θέση του υπόπτου διακρίνεται σαφώς από την έννοια και θέση του κατηγορουμένου, όπως αυτή αποδίδεται στο άρθρο 72 ΚΠΔ[63]. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι μετά τον Ν. 3160/2003 και κυρίως μετά τον Ν. 3346/2005, στον ύποπτο αναγνωρίζεται σειρά δικαιωμάτων, αντίστοιχων εκείνων που αναγνωρίζονται στον κατηγορούμενο, αίροντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν κατά το παρελθόν σχετικά με τη θέση του υπόπτου στο δικονομικό μας σύστημα και την ελλιπή του προστασία[64]. Σχετικά με τον τρόπο εξέτασης του «υπόπτου» στην προκαταρκτική εξέταση και τα δικαιώματά του ισχύουν τα ακόλουθα:
α) προθεσμία κλήτευσης «υπόπτου». Το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ, προκειμένου να παράσχει στον ύποπτο την ευχέρεια αφενός να προετοιμαστεί αφετέρου να επιλέξει τον κατάλληλο συνήγορο, επιβάλει στον ενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση την υποχρέωση να τον καλέσει προς παροχή εξηγήσεων πριν από 48 τουλάχιστον ώρες. Η προθεσμία αυτή υπολογίζεται σε ώρες, δηλαδή πρέπει να μεσολαβούν από την κλήση του μέχρι το χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να παράσχει τις εξηγήσεις 48 ώρες, χωρίς να έχει εφαρμογή εν προκειμένω το άρθρο 168 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ, το οποίο αναφέρεται σε προθεσμίες 24 ωρών. Η κλήτευση του υπόπτου πρέπει να γίνεται προς τον ίδιο προσωπικά και όχι στον τυχόν διορισθέντα συνήγορό του[65], [66]. Πάντως, εάν ο ύποπτος έχει διορίσει νόμιμα αντίκλητό του, είναι προφανές ότι η σχετική κλήση μπορεί να επιδοθεί νόμιμα σ’ αυτόν. Πρέπει, πάντως, να διευκρινιστεί ότι ο νόμος απαιτεί την κλήτευση του υπόπτου, όχι όμως και του συνηγόρου του, η οποία επομένως δεν είναι υποχρεωτική[67]. Το άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ (σε αντίθεση με όσα ισχύουν επί ανακρίσεως και προανακρίσεως κατ’ άρθρο 100 παρ. 2 ΚΠΔ) δεν προβλέπει τίποτα σχετικά με τη δυνατότητα σύντμησης της προθεσμίας κλήτευσης του «υπόπτου». Ενόψει του ότι η σύντμηση αυτή ως εξαιρετική ρύθμιση, που περιορίζει τα δικαιώματα του υπόπτου στην ποινική διαδικασία, επιβάλλει ρητή και σαφή νομοθετική πρόβλεψη, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην προκαταρκτική εξέταση δεν επιτρέπεται η σύντμηση της προθεσμίας κλήτευσης του υπόπτου. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι είναι αντιφατικό να επιτρέπεται η σύντμηση στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης και της προανάκρισης, όπου μάλιστα η προθεσμία είναι μικρότερη (24ωρη), και να μην επιτρέπεται στην προκαταρκτική εξέταση, σε περιπτώσεις στις οποίες η αναβολή προκαλεί κίνδυνο για την ανακριτική διαδικασία∙ η αντίφαση αυτή, όμως, μόνο με νομοθετική παρέμβαση μπορεί να αρθεί.
β) δικαίωμα παράστασης με συνήγορο. Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠΔ ο ύποπτος κατά την παροχή εξηγήσεων στην προκαταρκτική εξέταση έχει δικαίωμα παράστασης με τον συνήγορό του[68]. Ο διορισμός του συνηγόρου γίνεται σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 96 παρ. 2 ΚΠΔ, δηλ. είτε με προφορική δήλωση του υπόπτου καταχωριζόμενη στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την εξέτασή του ή την κατάθεσή του ως μάρτυρα είτε με έγγραφη δήλωση του υπόπτου, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 2 ΚΠΔ[69]. Και στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης ισχύουν όσα προβλέπονται και γίνονται δεκτά στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης και της προανάκρισης σχετικά με την ελευθερία επιλογής του συνηγόρου, την ελεύθερη επικοινωνία του κατηγορουμένου-υπόπτου με τον συνήγορό του, τις εξουσίες του συνηγόρου[70]. Παρά τη διατύπωση του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠΔ («με συνήγορο») πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι είναι επιτρεπτή η παράσταση του υπόπτου και με δύο συνηγόρους, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 96 παρ. 1 ΚΠΔ∙ η χρήση ενικού αριθμού στο άρθρο 31 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠΔ δεν οφείλεται σε πρόθεση του νομοθέτη να περιορίσει τον αριθμό των συνηγόρων του υπόπτου στην προδικασία. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο αριθμητικός περιορισμός των συνηγόρων των διαδίκων συνιστά εξαιρετική ρύθμιση, πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εισαγωγή τέτοιων περιορισμών πρέπει να είναι σαφής, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠΔ, ενώ σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει τέτοιος περιορισμός. Σε αντίθεση, όμως, με όσα ισχύουν στην κύρια ανάκριση, ο ύποπτος κατά την προκαταρκτική εξέταση δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει τον (αυτεπάγγελτο) διορισμό συνηγόρου του[71]. Σε περίπτωση, όμως, οικονομικής αδυναμίας του υπόπτου μπορεί να διοριστεί δωρεάν συνήγορός του, κατόπιν αιτήματός του και εφόσον ο διορισμός αυτός επιβάλλεται από το συμφέρον της δικαιοσύνης, που κρίνεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης (απειλούμενη (κύρια και παρεπόμενη) ποινή, πολυπλοκότητα ζητημάτων, κ.λ.π.)∙ βάση για το διορισμό αυτό αποτελεί όχι ο Ν. 3226/2004, ο οποίος δεν ρυθμίζει την περίπτωση αυτή, αλλά οι υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 3 περ. γ΄ ΕΣΔΑ, 14 παρ. 3 περ. γ΄ ΔΣΑΠΔ και 47 παρ. 3 του «Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.», καθώς και η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ.[72]
γ) δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο. Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. ε΄ ΚΠΔ ο ύποπτος μπορεί να ασκεί τα δικαιώματα, που του παρέχονται από το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. α΄-δ΄ ΚΠΔ, είτε αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπούμενος από το συνήγορό του. Η εκπροσώπηση του υπόπτου από τον συνήγορό του αφορά όλα τα σχετικά δικαιώματά του, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα να ζητήσει προθεσμία προς παροχή των εξηγήσεων και παράταση της προθεσμίας αυτής, το δικαίωμα να ζητήσει και να λάβει αντίγραφα όλης της δικογραφίας, το δικαίωμα να προτείνει μάρτυρες και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα[73]. Επομένως, σήμερα η παρουσία του υπόπτου στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης δεν είναι υποχρεωτική ούτε κατά την παροχή εξηγήσεων από αυτόν, αλλά μπορεί οι εξηγήσεις να δοθούν για λογαριασμό του απόντος υπόπτου από τον συνήγορό του. Αντίθετα, πριν την τροποποίηση του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ από το άρθρο 5 Ν. 3346/2005, προβλεπόταν απλά το δικαίωμα παράστασης του υπόπτου «μετά» του συνηγόρου του[74]. Σχετικά με το διορισμό συνηγόρου ισχύουν όσα αναφέρθηκαν αμέσως πιο πάνω, στα πλαίσια έρευνας του δικαιώματος του υπόπτου για παράστασή του με συνήγορο∙ εδώ μόνο θα διευκρινίσουμε ότι σε σχέση με την εκπροσώπηση του υπόπτου στα δικαιώματά του, που προηγούνται της εξέτασής του, στην πράξη συνηθέστερος θα είναι ο διορισμός συνηγόρου με δήλωση κατά το άρθρο 42 παρ. 2 ΚΠΔ[75]. Σε αντίθεση με όσα ισχύουν επί προανακρίσεως, όπου ο συνήγορος εκπροσωπώντας τον κατηγορούμενο μπορεί μόνο να υποβάλλει το απολογητικό υπόμνημα, στην προκαταρκτική εξέταση ο συνήγορος του υπόπτου έχει δικαίωμα όχι μόνο υποβολής του υπομνήματος, αλλά και υπογραφής του[76]. Παράλληλα, όμως, το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. ε΄ ΚΠΔ αναγνωρίζει σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα του ενεργούντος την προκαταρκτική εξέταση να διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του υπόπτου, αν την κρίνει αναγκαία. Μάλιστα, σε περίπτωση άρνησης του υπόπτου να εμφανιστεί αυτοπρόσωπα στον ενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση, παρά το ότι ο τελευταίος διέταξε την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του (άρα όχι σε περίπτωση που απλά-αόριστα ο τελευταίος κάλεσε τον ύποπτο προς παροχή εξηγήσεων), γίνεται δεκτό ότι αυτός (ενεργών την προκαταρκτική εξέταση) μπορεί να εκδώσει ένταλμα βίαιης προσαγωγής[77]. Η κρίση για την αναγκαιότητα ή μη αυτοπρόσωπης εμφάνισης του υπόπτου ανήκει στον ενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση, ήτοι: εφόσον ενεργείται από τον εισαγγελέα, η κρίση ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτόν, ενώ σε περίπτωση που διεξάγεται από (γενικό ή ειδικό) ανακριτικό υπάλληλο, η σχετική κρίση ανήκει τόσο στον ανακριτικό αυτό υπάλληλο όσο και στον έχοντα τη διεύθυνση εισαγγελέα[78]. Η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ δεν περιέχει τα κριτήρια εκείνα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν, προκειμένου να κριθεί εάν η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του υπόπτου είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση∙ προτείνεται, λοιπόν, ορθά ότι θα πρέπει να τεθεί ως βάση το κριτήριο που προβλέπει το άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ, στα πλαίσια της κύριας διαδικασίας, δηλαδή η εξεύρεση της αλήθειας[79]. Πάντως, πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι η εκπροσώπηση του υπόπτου από τον συνήγορό του κατά την παροχή εξηγήσεων αποτελεί δικαίωμα αυτού, το οποίο επομένως ασκείται κατά την ελεύθερη κρίση του υπόπτου. Μπορεί ο ίδιος να επιλέξει να παράσχει τις εξηγήσεις αυτοπροσώπως και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να αποκλειστεί η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του από τον ενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση.
δ) ανωμοτί εξέτασή του-έγγραφο υπόμνημα. Η εξέταση του υπόπτου στην προκαταρκτική εξέταση γίνεται ανωμοτί. Τυχόν ένορκη εξέτασή του είναι άκυρη και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, ενώ κατ’ άρθρο 31 παρ. 2 εδ. η΄ ΚΠΔ αυτή πρέπει να μην αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά να παραμείνει στο αρχείο της εισαγγελίας[80]. Πάντως, παρά το ότι δεν γίνεται σχετική μνεία στο άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ύποπτος μπορεί να δώσει τις εξηγήσεις του και με κατάθεση γραπτού υπομνήματος[81].
ε) δικαίωμα άρνησης παροχής εξηγήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠΔ ο ύποπτος, που καλείται για παροχή εξηγήσεων στην προκαταρκτική εξέταση, έχει δικαίωμα να αρνηθεί να παράσχει τις εξηγήσεις είτε εν όλω είτε εν μέρει. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται δικαίωμα σιωπής του υπόπτου, ανάλογο με το αντίστοιχο δικαίωμα του κατηγορουμένου, που καθιερώνεται στο άρθρο 273 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ, εφαρμοζόμενο κατ’ άρθρο 105 εδ. α΄ ΚΠΔ και στην αστυνομική προανάκριση. Αυτονόητο είναι ότι η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού στον ύποπτο έχει ως περαιτέρω συνέπεια την απαγόρευση χρησιμοποίησης της σιωπής του για τη συναγωγή οποιουδήποτε τεκμηρίου ή ένδειξης ενοχής του.
στ) δικαίωμα να λαμβάνει προθεσμία προς παροχή εξηγήσεων. Το δικαίωμα του υπόπτου να ζητήσει και να λάβει προθεσμία για την παροχή των εξηγήσεων στην προκαταρκτική εξέταση είναι ανάλογο με το δικαίωμα που αναγνωρίζει το άρθρο 102 ΚΠΔ στον κατηγορούμενο στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης, της προανάκρισης και της αστυνομικής προανάκρισης[82]. Η προθεσμία του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠΔ πρέπει να διακρίνεται από την προθεσμία του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ. Ειδικότερα, το εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ καθορίζει την προθεσμία κλητεύσεως του υπόπτου, προκειμένου να δώσει εξηγήσεις και σκοπεί στο να παράσχει επαρκή χρόνο σ’ αυτόν, ώστε αφενός να προετοιμαστεί αφετέρου (και κυρίως) να εξεύρει τον κατάλληλο για την υπεράσπισή του συνήγορο. Το εδ. γ΄ της ίδιας διάταξης καθορίζει τις μετά την κλήτευσή του χορηγούμενες προθεσμίες και σκοπεί αποκλειστικά στο να παράσχει στον ύποπτο τον απαραίτητο για την προετοιμασία του χρόνο[83]. Η προθεσμία του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠΔ και η παράταση αυτής αφορά τόσο την αρχική όσο και την τυχόν συμπληρωματική κλήση του υπόπτου για παροχή εξηγήσεων και μάλιστα, στη συμπληρωματική κλήση του η εφαρμογή της διάταξης αυτής είναι υποχρεωτική, ακόμα και εάν ο ύποπτος κατά την αρχική του εξέταση δεν είχε ζητήσει προθεσμία προς παροχή εξηγήσεων ή ακόμα και εάν είχε ρητά παραιτηθεί από το σχετικό δικαίωμά του. Η χορήγηση της 48ωρης αυτής προθεσμίας, που τυχόν θα ζητήσει ο ύποπτος, είναι για τον ενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση υποχρεωτική. Ο τελευταίος δεν μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση της προθεσμίας αυτής για κανένα λόγο, όσο σοβαρός και εάν είναι. Για τη χορήγηση της προθεσμίας αυτής απαιτείται η υποβολή σχετικού αιτήματος του υπόπτου ή του συνηγόρου του[84]. Η υποβολή του αιτήματος μπορεί να γίνει από τον ύποπτο (ή τον συνήγορό του) με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον δεν προβλέπεται στο νόμο ως υποχρεωτική η τήρηση ορισμένου τύπου∙ κατά συνέπεια, το αίτημα αυτό μπορεί να υποβληθεί είτε γραπτά είτα προφορικά, αρκεί να προκύπτει η υποβολή του. Η προθεσμία αυτή υπολογίζεται κατά το άρθρο 168 ΚΠΔ σε ώρες και όχι σε ημέρες[85]. Για τον υπολογισμό της προθεσμίας δεν πρέπει να υπολογίζονται τα Σαββατοκύριακα και οι αργίες, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα φαλκιδευόταν το δικαίωμα προετοιμασίας του υπόπτου, που είναι ήδη περιορισμένο χρονικά[86]. Σύντμηση της προθεσμίας αυτής δεν είναι επιτρεπτή. Η 48ωρη αυτή προθεσμία είναι η ελάχιστα προβλεπόμενη από το νόμο∙ επομένως, δεν αποκλείεται ο ενεργών την προκαταρκτική εξέταση να χορηγήσει εξ αρχής μεγαλύτερη προθεσμία, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη αφενός τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περίπτωσης αφετέρου τη συνοπτικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης και την ανάγκη για ταχεία ολοκλήρωσή της. Παράλληλα, η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠΔ προβλέπει το δικαίωμα του υπόπτου να ζητήσει την παράταση της 48ωρης προθεσμίας. Πλην, όμως, η χορήγηση της παράτασης αυτής δεν είναι υποχρεωτική για τον ενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση, αλλά εναπόκειται στην κρίση του τελευταίου[87]. Εφόσον ο ενεργών την προκαταρκτική εξέταση κρίνει ότι συντρέχει λόγος να παραταθεί η προθεσμία, δεν προβλέπεται στο νόμο κανένα χρονικό όριο της παρατάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, η παράταση αυτή δεν είναι υποχρεωτικό να είναι 48ωρη, αλλά μπορεί να είναι είτε μεγαλύτερη είτε και μικρότερη από 48 ώρες. Για την κρίση εάν πρέπει να παραταθεί η προθεσμία, αλλά και για τη διάρκεια της παράτασης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση του διωκόμενου εγκλήματος, ο όγκος της δικογραφίας, η τυχόν γνώση της δικογραφίας από τον ύποπτο λόγω προηγούμενης εξέτασής του, αλλά και οι υπηρεσιακές ανάγκες του ενεργούντος την προκαταρκτική εξέταση. Η κατά τα προαναφερόμενα παράταση της προθεσμίας προς παροχή εξηγήσεων μπορεί να δοθεί όχι μόνο μία φορά, αλλά και περισσότερες, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν προβλέπει ρητά το αντίθετο∙ και σ’ αυτή την περίπτωση ο ενεργών την προκαταρκτική εξέταση πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τις προαναφερόμενες περιστάσεις. Κατά συνέπεια, η παράταση της προθεσμίας μπορεί να δοθεί είτε εφάπαξ είτε τμηματικά.
ζ) δικαίωμα να λαμβάνει αντίγραφα της δικογραφίας. Με βάση τη ρητή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. δ΄ ΚΠΔ ο ύποπτος έχει και κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης το δικαίωμα να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της δικογραφίας[88]. Είναι προφανές ότι ο ύποπτος μπορεί να περιοριστεί στο να ζητήσει να λάβει απλά γνώση των εγγράφων και όχι αντίγραφά τους, δεδομένου ότι στο μείζον περιλαμβάνεται και το έλασσον. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκήσει ο ύποπτος είτε αυτοπροσώπως είτε δια του συνηγόρου του[89]. Η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως είχε διαμορφωθεί μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 3160/2003 και πριν την εκ νέου τροποποίησή του από το άρθρο 5 Ν. 3346/2005, αναγνώριζε στον ύποπτο μόνο το δικαίωμα «να ζητήσει να του χορηγηθεί αντίγραφο της μήνυσης ή της έγκλησης»∙ πάντως, και υπό το προγενέστερο εκείνο καθεστώς γινόταν δεκτό στη θεωρία ότι η ορθή ερμηνεία της διάταξης εκείνης επέβαλε την αναγνώριση του δικαιώματος του υπόπτου να λάβει αντίγραφα όλων των εγγράφων που υπήρχαν στη δικογραφία[90]. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι ακόμα και πριν την τροποποίηση του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 3160/2003 είχε γίνει δεκτή στη νομολογία η άποψη ότι ο ύποπτος είχε δικαίωμα λήψης αντιγράφων της δικογραφίας[91].
η) δικαίωμα πρότασης μαρτύρων και προσαγωγής αποδεικτικών μέσων. Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. δ΄ ΚΠΔ ο ύποπτος έχει το δικαίωμα να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει έγγραφα και κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο, προς αντίκρουση των σε βάρος του κατηγοριών[92]. Το δικαίωμα αυτό γινόταν δεκτό ότι έπρεπε να αναγνωρίζεται στον ύποπτο και πριν την τροποποίηση του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ από το άρθρο 5 Ν. 3346/2005, οπότε για πρώτη φορά προβλέφθηκε νομοθετικά κατά τρόπο ρητό[93]. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκήσει ο ύποπτος είτε αυτοπροσώπως είτε δια του συνηγόρου του[94].
θ) δικαίωμα υπόπτου να ενημερωθεί για τα δικαιώματά του από τον ενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση. Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. στ΄ ΚΠΔ ο ύποπτος έχει δικαίωμα και ο ενεργών την προκαταρκτική εξέταση αντίστοιχη υποχρέωση για ενημέρωση του υπόπτου σχετικά με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. α΄-ε΄ ΚΠΔ δικαιώματά του∙ επομένως, η ενημέρωση αυτή δεν αφορά οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα του υπόπτου βάσει άλλων διατάξεων. Η ενημέρωση αυτή προκειμένου να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο πρέπει σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη της διάταξης αυτής να προηγείται της εξέτασης του υπόπτου. Η ενημέρωση αυτή του υπόπτου σχετικά με τα δικαιώματά του είναι για τον ενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση υποχρεωτική ανεξάρτητα από τον τρόπο παράστασης του υπόπτου∙ επομένως, η υποχρέωση αυτή ισχύει και στην περίπτωση που ο ύποπτος παρίσταται με συνήγορο υπεράσπισης ή ακόμα και στην περίπτωση που ο ύποπτος εκπροσωπείται μόνο από τον συνήγορό του. Η διάταξη αυτή δεν προβλέπει σύνταξη έκθεσης σχετικά με την ενημέρωση του υπόπτου για τα δικαιώματά του. Πρέπει, όμως, να γίνει δεκτό ότι η σύνταξη έκθεσης είναι υποχρεωτική, αφού μόνο έτσι μπορεί να αποδειχθεί η συμμόρφωση προς τη σχετική υποχρέωση του ενεργούντος την προκαταρκτική εξέταση[95]. Στην έκθεση αυτή πρέπει να μνημονεύεται αφενός η ενημέρωση για τα δικαιώματα του υπόπτου αφετέρου η απάντηση του τελευταίου, εάν δηλαδή αυτός δήλωσε ότι επιθυμεί ή όχι να ασκήσει ορισμένα ή όλα τα δικαιώματα που του παρέχονται κατά το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. α΄-ε΄ ΚΠΔ. Ο ύποπτος δεν είναι υποχρεωμένος να απαντήσει σχετικά με την άσκηση ή μη των δικαιωμάτων, αλλά μπορεί και να σιωπήσει, οπότε στην έκθεση μνημονεύεται η σιωπή του. Η έκθεση για την ενημέρωση του υπόπτου και την απάντηση αυτού συντάσσεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 148 επ. ΚΠΔ και υπογράφεται από όλα τα συμπράττοντα πρόσωπα. Η έκθεση αυτή μπορεί να συμπεριληφθεί και στην έκθεση εξέτασης του υπόπτου, κάτι που είναι συνηθέστερο στην πράξη.
ι) δεν υπάρχει υποχρέωση για ενημέρωση του υπόπτου σχετικά με την πράξη, που αφορά η εξέταση. Μετά την τροποποίηση του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 3160/2003 προβλεπόταν ρητά η υποχρέωση του ενεργούντος την προκαταρκτική εξέταση να ενημερώσει τον ύποπτο σχετικά με την πράξη, που αφορά η προκαταρκτική εξέταση. Η πρόβλεψη αυτή, όμως, απαλείφθηκε από το άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως αυτό τελικά τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν. 3346/2005. Η απάλειψη αυτή οφείλεται προφανώς στο ότι το άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ προβλέπει πλέον ρητά το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει γνώση και αντίγραφα όλης της δικογραφίας∙ επομένως, θεωρήθηκε προφανώς περιττή η ενημέρωση του υπόπτου για την πράξη για την οποία μπορεί να ενημερωθεί μέσω των εγγράφων της δικογραφίας[96]. Η έλλειψη ενημέρωσης του υπόπτου για την πράξη, για την οποία πρόκειται να δώσει εξηγήσεις, χωρίς να προκαλεί καμία απολύτως ακυρότητα, τον φέρνει σε μειονεκτική (σε σχέση με τον κατηγορούμενο) θέση, αφού η άγνοια του μελλοντικού από τον αρμόδιο εισαγγελέα νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών περιάγει αυτόν σε κατάσταση αδυναμίας προβολής καταλυτικών της κατηγορίας νομικών ισχυρισμών∙ για το λόγο θεωρείται σκόπιμο (όχι όμως και νομικά υποχρεωτικό) η συγκεκριμενοποίηση της κατηγορίας από τον εισαγγελέα ήδη από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης[97].
ια) δήλωση διεύθυνσης κατοικίας από τον ύποπτο και πλασματική επίδοση. Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. ζ΄ ΚΠΔ στην προκαταρκτική εξέταση εφαρμόζονται αναλόγως και οι διατάξεις του άρθρου 273 παρ. 1 περ. γ΄, δ΄ και ε΄ ΚΠΔ, που αναφέρονται στην πλασματική επίδοση, δηλαδή στην επίδοση κάθε εγγράφου που αφορά την ποινική διαδικασία στη διεύθυνση που δηλώνει ο ύποπτος ως κατοικία ή διαμονή του κατά την εξέτασή του στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης. Πρέπει εδώ να τονιστεί ιδιαίτερα το καθήκον του ενεργούντος την προκαταρκτική εξέταση να υπενθυμίσει στον ύποπτο την υποχρέωσή του να γνωστοποιεί κάθε αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής του, καθώς και τις συνέπειες από την παράλειψή του αυτή[98]. Ζήτημα ανακύπτει σχετικά με τα χρονικά όρια ισχύος της δυνατότητας πλασματικής επίδοσης, εάν δηλαδή στη δηλωθείσα από τον ύποπτο κατά την προκαταρκτική εξέταση διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής διενεργείται επίδοση κάθε διαδικαστικού εγγράφου μόνο κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή και στα επόμενα μετά το πέρας αυτής στάδια. Κατά την ορθότερη άποψη η πρόβλεψη της πλασματικής επίδοσης στο άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ περιορίζεται χρονικά μόνο στην προκαταρκτική εξέταση, ενώ μετά την ολοκλήρωσή της και την άσκηση της ποινικής δίωξης πλασματική επίδοση είναι επιτρεπτή μόνο εφόσον τηρηθούν εκ νέου οι όροι του άρθρου 273 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠΔ∙ και τούτο διότι πρώτον, το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. ζ΄ ΚΠΔ κάνει λόγο για αναλογική και όχι ευθεία εφαρμογή του άρθρου 273 παρ. 1 περ. γ΄, δ΄ και ε΄ ΚΠΔ, δεύτερον, εάν αυτή ήταν η βούληση του νομοθέτη η υλοποίησή της θα μπορούσε να επιτευχθεί με τροποποίηση του άρθρου 273 ΚΠΔ και τρίτον, η πλασματική επίδοση ως εξαιρετικός τρόπος επιδόσεως προϋποθέτει κανονιστικά οριοθετημένο με σαφήνεια περιεχόμενο και πεδίο εφαρμογής, ενώ σε περίπτωση αμφιβολίας επιβάλλεται ο αποκλεισμός της[99]. Υποστηρίζεται, πάντως, και η αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία καλύπτονται χρονικά και τα επόμενα της προκαταρκτικής εξέτασης στάδια[100].

Ε. Η κλήτευση του υπόπτου ως αναγκαίος όρος για τη νόμιμη περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης.
Το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. θ΄ ΚΠΔ σεβόμενο την αρχή της ακροάσεως ορίζει ότι αναγκαίος όρος για την περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης είναι η (προ 48 ωρών) κλήτευση του υπόπτου προς παροχή εξηγήσεων[101]. Πάντως, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο ύποπτος δεν είναι (καταρχήν) υποχρεωμένος να δώσει εξηγήσεις και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι σε περίπτωση που παρά την κλήτευση του υπόπτου αυτός δεν εμφανιστεί, η προκαταρκτική εξέταση ολοκληρώνεται νομίμως χωρίς την εξέτασή του[102]. Η παραβίαση της διάταξης αυτής έχει ως συνέπεια την κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας[103]. Σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. θ΄ ΚΠΔ ανακύπτει το ζήτημα εάν η κλήση του υπόπτου προς παροχή εξηγήσεων μπορεί να γίνει οποτεδήποτε ή εάν αντίθετα πρέπει να είναι η τελευταία πράξη της προκαταρκτικής εξέτασης. Ανάλογο είναι το ερμηνευτικό πρόβλημα που ανακύπτει και στα πλαίσια της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης[104]. Κατά την άποψη της θεωρίας ο ύποπτος πρέπει να καλείται προς παροχή εξηγήσεων μετά τη συγκέντρωση όλου του αποδεικτικού υλικού, ενώ σε περίπτωση που μετά την αρχική του εξέταση διενεργήθηκαν και άλλες ανακριτικές πράξεις ο ενεργών την προανάκριση οφείλει να καλέσει εκ νέου τον ύποπτο προς παροχή συμπληρωματικών εξηγήσεων[105].

ΣΤ. Συνέπειες της μη τήρησης των προϋποθέσεων του άρθρου 31 ΚΠΔ.
Το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. η΄ ΚΠΔ ορίζει ότι η έγγραφη εξέταση του υπόπτου που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Βάσει της διάταξης αυτής, η μη τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ αντιμετωπίζεται ως ακολούθως:
α) πρώτον, η ένορκη ή χωρίς δυνατότητα παράστασης με συνήγορο εξέταση του υπόπτου και μετέπειτα κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη σε κανένα στάδιο της ποινικής διαδικασίας, διαφορετικά προκαλείται απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και θεμελιώνει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. Α΄ ΚΠΔ και της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α΄ ΚΠΔ, δεδομένου ότι η ακυρότητα αυτή αφορά τόσο την προδικασία όσο και την κύρια διαδικασία στο ακροατήριο[106]. Και πριν την τροποποίηση του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 3160/2003 γινόταν δεκτό ότι η αποδεικτική αξιοποίηση από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο της έγγραφης εξέτασης του υπόπτου προκαλεί απόλυτη ακυρότητα[107]. Εάν, μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης, η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, η απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη της ακύρως ληφθείσας εξέτασης του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση μπορεί να προταθεί ως λόγος προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ[108]. Η ακυρότητα αυτή προκαλείται ανεξάρτητα από τη φύση και τη βαρύτητα του διωκόμενου εγκλήματος, αλλά και ανεξάρτητα από το ποιος ανακριτικός υπάλληλος (γενικός ή ειδικός) ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση[109]. Μεταφέροντας στην προκαταρκτική εξέταση τα όσα γίνονται δεκτά στα πλαίσια του άρθρου 105 ΚΠΔ, ήτοι στο στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ακυρότητα αυτή προκαλείται όχι μόνο ως προς τον ύποπτο και μετέπειτα κατηγορούμενο, του οποίου η ακύρως ληφθείσα εξέταση αξιοποιήθηκε αποδεικτικά, αλλά και ως προς τους λοιπούς συγκατηγορούμενους αυτού[110], αρκεί η κατάθεση αυτή να ελήφθη υπόψη και να αξιοποιήθηκε αποδεικτικά σε βάρος εκείνου του κατηγορουμένου που την έδωσε, χωρίς να αρκεί το γεγονός ότι η κατάθεση αυτή αξιοποιήθηκε αποδεικτικά μόνο σε βάρος του συγκατηγορουμένου του[111]∙ πάντως, έχει γίνει δεκτό στη νομολογία ότι ο κατηγορούμενος στερείται εννόμου συμφέροντος να ζητήσει την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης εάν η ακύρως ληφθείσα κατάθεσή του αναγνώστηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας χωρίς να αντιλέξει ο κατηγορούμενος[112]. Πάντως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν προκαλείται ακυρότητα, όταν η αποδεικτική αξιοποίηση της ακύρως ληφθείσας εξέτασης του υπόπτου στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης γίνεται όχι σε βάρος, αλλά προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου[113].
β) δεύτερον, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. η΄ ΚΠΔ δεν φαίνεται να απαγγέλλει ακυρότητα από τη μη τήρηση των λοιπών όρων του άρθρου 31 παρ 2 ΚΠΔ, ορθότερο είναι να δεχτούμε ότι και σε περίπτωση μη τήρησης των λοιπών όρων της διάταξης αυτής (όπως για παράδειγμα μη εμπρόθεσμη κλήτευση του υπόπτου, μη χορήγηση προθεσμίας παρά την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον ύποπτο, μη χορήγηση αντιγράφων της δικογραφίας, παρά την υποβολή σχετικού αιτήματός του, καθώς και η μη ενημέρωση του υπόπτου σχετικά με τα δικαιώματά του), προκαλείται απόλυτη ακυρότητα και θεμελιώνεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, αφού πρόκειται για διάταξη που αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου∙ πάντως η ακυρότητα αυτή, αναφερόμενη στην προδικασία, μπορεί να προταθεί κατ’ άρθρο 176 ΚΠΔ το αργότερο μέχρις ότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο[114].
γ) τρίτον, προς αποφυγή καταστρατήγησης του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ πρέπει να γίνει δεκτό, κατ’ αντιστοιχία όσων υποστηρίζονται στα πλαίσια του άρθρου 105 ΚΠΔ, ότι απαγορεύεται η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιοποίηση και των μαρτυρικών εκείνων καταθέσεων (κυρίως αστυνομικών οργάνων), που συνίστανται στη μεταφορά των όσων ο ύποπτος δήλωσε ή κατέθεσε ενώπιόν του, ενώ σε διαφορετική περίπτωση προκαλείται απόλυτη ακυρότητα[115]. Επίσης, για τον ίδιο λόγο πρέπει να γίνει δεκτό ότι απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση κάθε έγγραφης δήλωσης του μετέπειτα κατηγορουμένου, η οποία αφορά τη διωκόμενη πράξη, όπως για παράδειγμα η υπεύθυνη δήλωση με την οποία ομολογεί τη διωκόμενη πράξη, πρακτική συχνά εμφανιζόμενη στα τροχαία ατυχήματα, καθώς και η τυχόν δήλωση του κατηγορουμένου προς την ασφαλιστική του εταιρία[116].
δ) τέταρτον, η παραμονή στη δικογραφία της έγγραφης εξέτασης του υπόπτου, η οποία δόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ, και η μη θέση της στο αρχείο της εισαγγελίας, όπως ορίζει το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. η΄ ΚΠΔ, χωρίς πάντως να αξιοποιηθεί αποδεικτικά, γίνεται δεκτό ότι δεν προκαλεί απόλυτη ακυρότητα ούτε ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης[117]∙ διευκρινίζεται, μάλιστα, εδώ ότι μόνη η φράση της απόφασης ή του βουλεύματος ότι για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης ελήφθησαν υπόψη «όλες οι υπάρχουσες στη δικογραφία καταθέσεις» ή «όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα και η απολογία του κατηγορουμένου» δεν σημαίνει από μόνη της ότι ελήφθησαν υπόψη και οι ακύρως ληφθείσες κατά την προκαταρκτική εξέταση καταθέσεις του υπόπτου, αλλά θα πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης είτε άμεσα είτε έμμεσα ότι ελήφθησαν υπόψη[118].
ε) πέμπτον, μη αξιοποιήσιμη αποδεικτικά από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο είναι και η κατά παράβαση του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ ληφθείσα κατάθεση προσώπου, που κατά το χρόνο της εξέτασής του δεν είχε την ιδιότητα του υπόπτου (διότι μέχρι τότε δεν υπήρχε καμία ένδειξη για την απόδοση σ’ αυτόν της διωκόμενης πράξης ούτε κατονομαζόταν στην έγκληση ή μήνυση), αλλά απέκτησε αυτή στη συνέχεια[119].
στ) έκτον, η ακύρως ληφθείσα κατάθεση του υπόπτου ισχυροποιείται εάν στη συνέχεια ακολουθήσει νέα εξέτασή του είτε κατά την προκαταρκτική εξέταση είτε κατά την κύρια ανάκριση, στην οποία ο κατηγορούμενος (πλέον) με την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων επαναλάβει το περιεχόμενο της ακύρως ληφθείσας κατάθεσής του είτε με την ολοκληρωτική αναφορά σ’ αυτή είτε με την επανάληψη ολόκληρου του περιεχομένου της[120].
ζ) έβδομον, δεν προκαλείται καμία ακυρότητα από την ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση της κατά παράβαση του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ ληφθείσας κατάθεσης του υπόπτου, όταν αυτή (η κατάθεση) αποτελεί τη βάση για το διωκόμενο έγκλημα, το οποίο τελέστηκε με αυτή την κατάθεση και επομένως η ποινική δίωξη αφορά σε έγκλημα διαφορετικό από εκείνο, στο οποίο αφορούσε η διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση[121].
η) όγδοο, η ακύρως ληφθείσα κατάθεση του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση, επειδή δεν μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά, δεν μπορεί να θεμελιώσει το αδίκημα της ψευδορκίας ούτε της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης[122].
θ) ένατον, κατά μία άποψη, που υποστηρίζεται στη θεωρία, η ρύθμιση του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. η΄ ΚΠΔ αφορά όχι μόνο την ακύρως ληφθείσα κατάθεση του υπόπτου, αλλά και τα έγγραφα που αυτός προσκομίζει, με αποτέλεσμα σε περίπτωση που η εξέταση του κατηγορουμένου (τόσο στην αστυνομική προανάκριση όσο και στην προκαταρκτική εξέταση) δεν γίνεται κατά τους προβλεπόμενους τύπους να είναι άκυρη και παράλληλα να επιβάλλεται η απομάκρυνση από τη δικογραφία τόσο της εξέτασης αυτής όσο και των τυχόν εγγράφων που προσκόμισε ο ύποπτος-κατηγορούμενος κατά την εξέτασή του αυτή[123].
ι) δέκατον, η ακυρότητα της κατάθεσης του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση δεν εμποδίζει τη λήψη υπόψη και αποδεικτική αξιοποίηση από το δικαστήριο και το δικαστικό συμβούλιο όλων των λοιπών στοιχείων, που συγκεντρώθηκαν κατά το στάδιο αυτό∙ επομένως, τα έγγραφα αυτά μπορούν παραδεκτά να περιληφθούν στη δικογραφία, που ακολούθως θα σχηματιστεί[124].
ια) ενδέκατον, για την τυπική περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης απαραίτητος όρος είναι η εμπρόθεσμη (προ 48 ωρών) κλήτευση του υπόπτου προς παροχή εξηγήσεων. Σε περίπτωση που ο ύποπτος δεν κληθεί επέρχεται κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της σχετικής διαδικασίας, δηλ. της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης[125]. Γίνεται, πάντως, δεκτό ότι απόλυτη ακυρότητα στην περίπτωση αυτή προκαλείται μόνο όταν μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης ο κατηγορούμενος κλητεύεται απευθείας στο ακροατήριο, όχι όμως όταν μετά την προκαταρκτική εξέταση ο εισαγγελέας ασκεί ποινική δίωξη με παραγγελία για διενέργεια προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης[126]. Εξάλλου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε καμία περίπτωση δεν προκαλείται ακυρότητα της διαδικασίας, όταν δεν καλείται για παροχή εξηγήσεων ορισμένο πρόσωπο, στο οποίο μέχρι την τυπική περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης δεν αποδιδόταν η διωκόμενη πράξη και το οποίο δεν κατονομαζόταν στην έγκληση ή μήνυση, αλλά στη συνέχεια ασκήθηκε κατ’ αυτού ποινική δίωξη∙ και τούτο διότι μέχρι την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης το πρόσωπο αυτό δεν είχε την ιδιότητα του υπόπτου[127].

Ζ. Δικαιώματα του πολιτικώς ενάγοντος στην προκαταρκτική εξέταση.
Ζήτημα έχει ανακύψει εάν τα προαναφερόμενα δικαιώματα και κυρίως το δικαίωμα λήψης αντιγράφων των εγγράφων της δικογραφίας έχει και ο «πολιτικώς ενάγων» κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Κατά μία άποψη, η οποία σε επίπεδο de lege lata φαίνεται ορθότερη, ο πολιτικώς ενάγων δεν έχει δικαίωμα λήψης αντιγράφων των εγγράφων της δικογραφίας κατά την προκαταρκτική εξέταση ούτε με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ[128]. Κατά την αντίθετη, όμως, άποψη και κατά την προκαταρκτική εξέταση ο πολιτικώς ενάγων έχει το δικαίωμα αυτό, με επιχειρήματα αφενός την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3346/2005 αφετέρου την αρχή της ισότητας των διαδίκων και με παράλληλη επίκληση του άρθρου 20 Συντ.[129] Πάντως, και υπό την δεύτερη αυτή άποψη το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος θα πρέπει να αναγνωριστεί μόνο για το μετά την κλήση του υπόπτου προς παροχή εξηγήσεων χρόνο[130].

Η. Επιτρεπόμενες και απαγορευμένες ανακριτικές πράξεις στην προκαταρκτική εξέταση.
Στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης μπορεί να ενεργείται καταρχήν κάθε ανακριτική πράξη, που μπορεί να ενεργείται και στα πλαίσια της προανάκρισης[131].
Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, ιδίως μετά το Ν. 3160/2003, είναι επιτρεπτή η επιβολή κατάσχεσης[132]. Στη θεωρία, όμως, υποστηριζόταν (υπό το προ του Ν. 3160/2003 καθεστώς) η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η κατάσχεση στην προκαταρκτική εξέταση είναι καταρχήν απαγορευμένη και επιτρέπεται μόνο εφόσον συναινεί σ’ αυτή ο άμεσα υφιστάμενος απ’ αυτή βλάβη∙ έχει δηλαδή κατ’ ουσία τη μορφή παράδοσης των πραγμάτων[133].
Αντίθετα, γίνεται ορθά δεκτό ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση δεν επιτρέπεται η διενέργεια διερευνητικών ανακριτικών πράξεων, δεδομένου ότι κατ’ άρθρο 253 ΚΠΔ η έρευνα (είτε σωματική είτε σε κατοικία) ως ανακριτική πράξη μπορεί να γίνει μόνο αν άρχισε κύρια ανάκριση ή προανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα[134]. Εάν γίνει έρευνα στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, αυτή θα είναι παράνομη και δικονομικά άκυρη με περαιτέρω αποτέλεσμα τα κατασχεθέντα κατά τη διάρκεια της έρευνας πράγματα να μην επιτρέπεται να αξιοποιηθούν αποδεικτικά ούτε να θεωρηθούν ως «τυχαία ευρήματα»[135]. Πάντως, σήμερα (μετά τον Ν. 3346/2005), γίνεται δεκτό ότι και έρευνες (σωματική και κατ’ οίκον) μπορεί να ενεργηθούν στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης[136].
Εξάλλου, ενόψει του ότι ο «ύποπτος» στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης δεν έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, αφού δεν έχει ασκηθεί κατ’ αυτού ακόμα ποινική δίωξη, δεν επιτρέπεται να διαταχθεί η σύλληψή του[137].

Θ. Τύχη πειστηρίων και κατασχεθέντων κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης.
Στην πράξη έχει ανακύψει το ζήτημα ποιος είναι αρμόδιος να αποφασίσει για την τύχη των κατασχεθέντων κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης[138]. Και μάλιστα το ζήτημα αυτό ανακύπτει τόσο στην περίπτωση που η καταγγελία (έγκληση, μήνυση ή αναφορά) έχει απορριφθεί από τον εισαγγελέα όσο και στην περίπτωση που ακόμα ερευνάται δίχως να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη. Σχετικά έχουν υποστηριχτεί δύο κυρίως απόψεις.
Κατά την πρώτη άποψη αρμόδιο να αποφανθεί σχετικά με την τύχη των κατασχεθέντων, καθώς και των παραδοθέντων πειστηρίων είναι το συμβούλιο πλημμελειοδικών με αναλογική εφαρμογή των άρθρων 268 παρ. 3, 307 περ. β΄ και 310 παρ. 2 ΚΠΔ[139].
Κατά τη δεύτερη, όμως, άποψη, η οποία είναι ορθότερη και πρακτικά σκοπιμότερη, αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίσει σχετικά με την τύχη των κατασχεθέντων, καθώς και των παραδοθέντων πειστηρίων έχει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών στα πλαίσια μάλιστα και της γενικής εποπτείας της προκαταρκτικής εξέτασης, ο οποίος εκδίδει σχετική διάταξη∙ επισημαίνεται, εξάλλου, από την άποψη αυτή ότι θα ήταν άτοπο να έχει ανατεθεί στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών η κρίση για το νόμιμο και το βάσιμο των μηνύσεων ή αναφορών και να μην έχει τη δυνατότητα απόφασης σχετικά με τα κατασχεθέντα και τα πειστήρια, ενώ περαιτέρω η απόδοση των κατασχεθέντων στην περίπτωση αυτή (μη άσκηση ποινικής δίωξης) είναι υποχρεωτική[140]. Στα πλαίσια, μάλιστα, της άποψης αυτής υποστηρίζεται ότι εφόσον δεν έχει εκδοθεί ακόμα πράξη ή διάταξη του εισαγγελέα για απόρριψη της μήνυσης ή έγκλησης αντίστοιχα, αρμοδιότητα έχει αντί του εισαγγελέα το συμβούλιο πλημμελειοδικών[141].
Υποστηρίζεται, όμως, και η ενδιάμεση άποψη, η οποία προκειμένου για κατάσχεση στα πλαίσια αστυνομικής προανάκρισης δέχεται αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου, ενώ στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης δέχεται αρμοδιότητα του εισαγγελέα[142].

Ι. Το επιτρεπτό συντάξεως «εισαγγελικού πορίσματος» μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης.
Έντονο προβληματισμό έχει προκαλέσει σε θεωρητικό επίπεδο η νομιμότητα της σύνταξης «πορίσματος» από τον εισαγγελέα (πλημμελειοδικών, εφετών ή του Αρείου Πάγου) μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, στο οποίο θα περιέχεται, έστω και συνοπτικά, η καταγραφή των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συλλεγεί και η αξιολόγηση αυτών. Στη θεωρία έχουν υποστηριχτεί δύο απόψεις: κατά την πρώτη άποψη η σύνταξη τέτοιου πορίσματος, παρά το ότι δεν προβλέπεται ρητά στο νόμο, είναι επιτρεπτό (και επιβεβλημένο) να συντάσσεται από τον εισαγγελέα[143]∙ κατά τη δεύτερη, όμως, άποψη η σύνταξη τέτοιου πορίσματος πρέπει να αποκλειστεί, καθώς η πρακτική αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης[144].
Σχετικά με τον προβληματισμό αυτό πρέπει επίσης να επισημανθεί η νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισης του ζητήματος αυτού από το Σχέδιο του Ν.3160/2003, στην τελική όμως μορφή του οποίου δεν περιλήφθηκε σχετική διάταξη[145].





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Αλεξιάδης Σ., ανακριτική, 1989
Αλεξιάδης Σ., η έννοια του υπόπτου στην Ποινική Δίκη-Η κερκόπορτα για παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων σε «Τιμητικό Τόμο για την Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου», τομ. Α΄, 2003, σελ. 85 επ.
Αναγνωστόπουλος Η., παρατηρήσεις στην ολΑΠ 2/1999, ΠοινΧρ (ΜΘ/1999), σελ. 813
Ανδρέου Φ., κώδικας ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (2005)
Ανδρουλάκης Ν., θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, β΄ έκδ. (1994)
Ανδρουλάκης Ν., απόρρητο τραπεζικών καταθέσεων, σειρά «ΠΟΙΝΙΚΑ», τευχ. 26, 1988
Ανδρουλάκης Ν., επί του προβλήματος της προανακριτικής απολογίας, ΝοΒ (22/1974), σελ. 1345 επ.
Βασιλόγιαννης Φ., σκέψεις για το δικαίωμα του υπόπτου στη μη αυτοενοχοποίησή του, Ισοπολιτεία (2000), σελ. 99 επ.
Γεωργόπουλος Γ., εννοιολογικαί διακρίσεις των όρων αντικλήτου και πληρεξουσίου εις την ποινικήν και πολιτικήν διαδικασίαν και αι εκ τούτων δημιουργούμεναι σοβαραί συνέπειαι εις την ποιν. διαδικασίαν, Αρμ (1979), σελ. 211 επ.
Δαλακούρας Θ., ποινική δικονομία (βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης), τομ. Α΄, 2003
Δαλακούρας Θ., προκαταρκτική εξέταση: όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, ΠοινΔικ (2007), σελ. 1326 επ.
Δαλακούρας Θ., η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), σελ. 585 επ.
Δασκαλόπουλος Σ., η προκαταρκτική εξέταση και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά τον ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), σελ. 1027 επ.
Δέδες Χ., ποινική δικονομία, 9η έκδ. (1990)
Δημήτραινας Γ., παρατηρήσεις στη ΔιατΕισΕφΛαρ (Π.Ψάνη) 44/2001, Αρμ (2002), σελ. 101 επ.
Ζαχαριάδης Α., οι δικονομικές διατάξεις του νομοσχεδίου «για την επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και άλλες διατάξεις», ΠοινΔικ (2005), σελ. 195 επ.
Ζαχαριάδης Α., παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΤρικ 4/2001, Αρμ (2001), σελ. 396 επ.
Ζησιάδης Β., η θέση της προκαταρκτικής εξέτασης στο ισχύον ποινικό δίκαιο και τα δικαιώματα του «κατηγορουμένου», Υπερ (1994), σελ. 995 επ.
Ζησιάδης Ι., ποινική δικονομία, τομ. Α΄, γ΄ έκδ. (1976)
Καίσαρης Π., κώδιξ ποινικής δικονομίας, τομ. Α΄ (1981)
Καλφέλης Γ., η κατάσχεση και η άρση αυτής κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και της αστυνομικής προανακρίσεως, Αρμ (1986), σελ. 197 επ.
Καρράς Α., ποινικό δικονομικό δίκαιο, β΄ έκδ. (1998)
Καρράς Α., επίτομη ερμηνεία του κώδικα ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (2005)
Καρράς Α., Νομοθετικές Αρρυθμίες και Ερμηνευτικές Δυσπλασίες, ΠοινΛογ (2003), σελ. 1789 επ.
Καρράς Α., ο ΚΠΔ ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ΠοινΛογ (2002), σελ. 433 επ.
Καρύμπαλης Δ., η προς το δικαστικόν συμβούλιον πρότασις του εισαγγελέως «να μη γίνη κατηγορία» δεν αποτελεί νόμιμον τρόπον κινήσεως ποινικής αγωγής, ΠοινΧρ (ΙΔ/1964), σελ. 317 επ.
Καχριμάνης Ι., ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις και προβληματισμοί από τη διενέργεια της ανακριτικής πράξης της έρευνας (άρθρα 253-259 ΚΠΔ), ΠοινΔικ (2007), σελ. 760 επ.
Κονταξής Α., κώδικας ποινικής δικονομίας, δ΄ έκδ. (2006)
Κονταξής Θ., ο διορισθείς συνήγορος του κατηγορουμένου θεωρείται αυτοδικαίως και αντίκλητος; Αρμ (1998), σελ. 64ο επ.
Κουβέλης Γ., προβλήματα από την εφαρμογή του άρθρ. 35 ΚΠΔ, ΠοινΧρ (Μ/1990), σελ. 235 επ.
Κριθαράς Θ., το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να λαμβάνει γνώση των εγγράφων της δικογραφίας στο πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, ΠοινΔικ (2008), σελ. 171 επ.
Κριτσέλη Ε., η προκαταρκτική εξέταση, 2004
Κριτσέλη Ε., τα δικαιώματα του κατ’ άρθρον 72 εδ. γ΄ ΚΠΔ «κατηγορουμένου» στην ποινική προδικασία-νομολογιακή επισκόπηση δικονομικών ακυροτήτων, ΠοινΔικ (2004), σελ. 1180 επ.
Κωνσταντινίδης Α., ο ν. 3160/2003 «Για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας», ΠοινΛογ (2004), σελ. 983 επ.
Κωνσταντινίδης Α., η νομιμότητα ενός «πορίσματος» έξω από την εισαγγελική πρακτική, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), σελ. 1318
Λίβος Ν., παρατηρήσεις στην ΑΠ 566/1993, ΠοινΧρ (ΜΓ/1993), σελ. 386 επ.
Λυμπερόπουλος Κ., προβληματισμοί στην πρόσφατη Ποινική Νομολογία του Αρείου Πάγου, ΠοινΛογ (2002), σελ. 895 επ.
Μακρής Φ., οι μεταρρυθμιστικές επεμβάσεις στην ποινική δίκη του πρόσφατου Ν. 3160/2003, ΠοινΔικ (2003), σελ. 1113 επ.
Μανωλεδάκης Ι., παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΘεσ 434/1971, Αρμ (1971), σελ. 1013 επ. και σε «μελέτες ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου (1968-1977)», 1978, σελ. 191 επ.
Μαργαρίτης Λ., ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 331 επ.
Μαργαρίτης Λ., προκαταρκτική εξέταση-προανάκριση: θεωρητικές συμβολές-πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ (2007), σελ. 596 επ.
Μαργαρίτης Λ., παρατηρήσεις στην ΑΠ 523/1999, Υπερ (2000), σελ. 284 επ.
Μαργαρίτης Λ., οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις του ν. 2408/1996, Υπερ (1997), σελ. 517 επ.
Μαργαρίτης Λ., παρατηρήσεις στην ΑΠ 566/1993, Υπερ (1993), σελ. 1095 επ.
Μαργαρίτης Λ., τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προδικασία, σε «μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τευχ. Β΄, 1992, σελ. 7 επ.
Μαργαρίτης Λ., προκαταρκτική εξέταση και εκκρεμότητα ποινικής δίκης, σε «μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Α΄, 1992, σελ. 19 επ.
Μαργαρίτης Λ., τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προανάκριση και κύρια ανάκριση, σε «τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία γενικά», Πρακτικά Γ΄ Πανελληνίου Συνεδρίου ΕΕΠΔ, 1991, σελ. 25 επ.
Μαργαρίτης Λ., παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΘεσ 802/1985, Αρμ (1985), σελ. 767 επ.
Μαρκής Β., παρεμβάσεις στην προδικασία για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης, ΠοινΔικ (2002), σελ. 71
Μιχαηλίδης Α., ανάκληση της εγκλήσεως πριν από την άσκηση ποινικής διώξεως, ΠοινΧρ (ΚΘ/1979), σελ. 719 επ.
Μπάγιας Σ., ποινική δίωξη: νομικές και κοινωνικές συνέπειες από την άσκησή της-ποιος και πότε (πρέπει να) την ασκεί, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), σελ. 5 επ., ΠοινΔικ (2002), σελ. 73 επ.
Μπάκας Χ., η προδικασία της ποινικής δίκης, 1995
Μπουρόπουλος Α., ερμηνεία του κώδικος ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (1957)
Μπουρόπουλος Α., ο Εισαγγελεύς του Α.Π. δικαιούται να παραγγείλη τω παρ’ εφέταις εισαγγελεί ν’ ασκήση έφεσιν κατά του βουλεύματος; ΠοινΧρ (Ε/1955), σελ. 160
Μπουρόπουλος Α., παρατηρήσεις στην ΣυμβΠλημΑθ 561/1954, ΠοινΧρ (Δ/1954), σελ. 151 επ.
Μπρακουμάτσος Π., κατ’ οίκον έρευνα, διάσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης, ΠοινΧρ (ΛΗ/1988), σελ. 155.
Παπαδαμάκης Α., ποινική δικονομία (η δομή της ποινικής δίκης), β΄ έκδ. (2004)
Παπαδογιάννης Μ., ερμηνεία και νομολογία κατ’ άρθρον του κώδικος ποινικής δικονομίας, 1981
Παπαδόπουλος Φ., η δικονομική θέση του υπόπτου κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Υπερ (1995), σελ. 469 επ.
Παπανδρέου Π., η προκαταρκτική εξέταση, ΠοινΔικ (2006), σελ. 191 επ.
Πεπόνης Γ., πολιτικώς ενάγων και δικαίωμα λήψεως αντιγράφων εκκρεμούς προκαταρκτικής δικογραφίας, μετά την ισχύ του Ν. 3346/2005, ΠοινΔικ (2006), σελ. 92 επ.
Σεβαστίδης Χ., οι νέες τροποποιήσεις του ν. 3346/2005 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2005
Σεβαστίδης Χ., τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2004
Σπινέλλης Δ., η ποινική αγωγή, ΠοινΧρ (ΙΔ/1964), σελ. 545 επ.
Στάικος Α., επίτομος ερμηνεία ελληνικής ποινικής δικονομίας, τομ. Α΄, 1951
Σταμάτης Κ., η προκαταρκτική εξέταση στην ποινική διαδικασία και οι αρχές της νομιμότητας και της σκοπιμότητας, 1984
Συλίκος Γ., κώδικας ποινικής δικονομίας, τομ. Β΄, 2003
Συλίκος Γ., η «μαρτυροποίηση του κατηγορουμένου» ως δικαιοκρατικά σημαίνον πρόβλημα της πράξης και του λόγου του Ποινικού Δικαίου και οι ακυρότητες που προκαλούνται από την εξέταση του κατηγορουμένου ως μάρτυρα, ΠραξΛογΠΔ (2000), σελ. 92 επ.
Συμεωνίδης Δ., το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για τη νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), σελ. 5 επ.
Συμεωνίδης Δ., ο υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου σύμφωνα με τον ΚΠΔ, υπό το πρίσμα του Ν. 3226/2004, ΠοινΛογ (2004), σελ. 1485 επ.
Συμεωνίδης Δ., απαγόρευση αυτοενοχοποίησης και αποδεικτική αξιοποίηση μαρτυρικών καταθέσεων του μετέπειτα κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία, ΠοινΔικ (2004), σελ. 453 επ.
Τούσης Α., κώδιξ ποινικής δικονομίας, γ΄ έκδ. (1981)
Τριανταφύλλου Γ., η ρύθμιση και η λειτουργία των ερευνών κατά τον κώδικα ποινικής δικονομίας, 1993
Τσάτσος Δ./Παπαδαμάκης Α./Χρυσόγονος Κ., η νομιμότητα της κατ’ οίκον έρευνας και της κατάσχεσης στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης και οι συνέπειές τους στην ποινική δίκη (γνωμ.), ΠοινΔικ (2003), σελ. 813 επ.
Τσιρίδης Π., ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005
Τσόλκα Ο., παρατηρήσεις στην ΣυμβΑΠ 92/2004, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), σελ. 204 επ.,
Χριστοφοράκος Π., περί της de kege ferenda δυνατότητας του Εισαγγελέα να ενεργεί ο ίδιος στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης ή να παραγγέλλει στους ανακριτικούς υπαλλήλους την διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας, ΠοινΧρ (ΝΖ/2007),σελ. 768.
Χριστοφορίδης Χ., ο κατηγορούμενος και η υπεράσπισή του, ΠοινΧρ (Ν/2000), σελ. 865 επ.
[1] Ν.Ανδρουλάκης, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, β΄ έκδ. (1994), σελ. 96, Χ.Δέδες, ποινική δικονομία, 9η έκδ. (1990), σελ. 306, Α.Καρράς, ποινικό δικονομικό δίκαιο, β΄ έκδ. (1998), αριθ. 320, σελ. 299-300, Χ.Μπάκας, η προδικασία της ποινικής δίκης, 1995, σελ. 243, Α.Στάικος, επίτομος ερμηνεία ελληνικής ποινικής δικονομίας, τομ. Α΄, 1951, άρθρο 31, σελ. 109-110.
[2] Βλ. σχετ. Λ.Μαργαρίτη, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 332, σημ. 1, Χ.Μπάκα, ό.π., σελ. 243, Α.Μπουρόπουλο, ερμηνεία του κώδικος ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (1957), άρθρο 31, σελ. 49, Α.Στάικο, ό.π., άρθρο 31, σελ. 109.
[3] Βλ. έτσι ΔιαρκΣτρατΘεσ 268/1994, Υπερ (1994), 1435, ΣυμβΔιαρκΣτρατΑεροδΑθ 252/1990, Υπερ (1992), 654, Σ.Αλεξιάδη, ανακριτική, 1989, σελ. 61-62, Χ.Δέδε, ό.π., σελ. 306, Ι.Ζησιάδη, ποινική δικονομία, τομ. Α΄, γ΄ έκδ. (1976), σελ. 328, Π.Καίσαρη, κώδιξ ποινικής δικονομίας, τομ. Α΄ (1981), άρθρο 31, σελ. 230, Δ.Σπινέλλη, η ποινική αγωγή, ΠοινΧρ (ΙΔ/1964), σελ. 548-549, Α.Τούση, κώδιξ ποινικής δικονομίας, γ΄ έκδ. (1981), άρθρο 31, σελ. 42∙ πρβλ και ΕγκΕισΠλημΑθ (Σ.Κανίνια) 72/1976, ΠοινΧρ (ΚΖ/1977), 89, Μ.Παπαδογιάννη, ερμηνεία και νομολογία κατ’ άρθρον του κώδικος ποινικής δικονομίας, 1981, άρθρο 31, σελ. 77.
[4] ΔιατΕισΠλημΡοδ (Δ.Χριστόπουλου) 74/1987, ΠοινΧρ (ΛΗ/1988), 147, Ν.Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 96, Θ.Δαλακούρας, ποινική δικονομία (βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης), τομ. Α΄, 2003, σελ. 211, Α.Καρράς, ό.π., αριθ. 320, σελ. 299, σημ. 75, Γ.Καλφέλης, η κατάσχεση και η άρση αυτής κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και της αστυνομικής προανακρίσεως, Αρμ (1986), σελ. 199, Α.Κονταξής, κώδικας ποινικής δικονομίας, δ΄ έκδ. (2006), άρθρο 31, σελ. 433-434, Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 344, σημ. 23, ο ίδιος, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προδικασία, σε «μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τευχ. Β΄, 1992, σελ. 40-41, ο ίδιος, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προανάκριση και κύρια ανάκριση, σε «τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία γενικά», Πρακτικά Γ΄ Πανελληνίου Συνεδρίου ΕΕΠΔ, 1991, σελ. 55, Χ.Μπάκας, ό.π., σελ. 245-248, Α.Παπαδαμάκης, ποινική δικονομία (η δομή της ποινικής δίκης), β΄ έκδ. (2004), σελ. 249, Κ.Σταμάτης, η προκαταρκτική εξέταση στην ποινική διαδικασία και οι αρχές της νομιμότητας και της σκοπιμότητας, 1984, σελ. 44, 95 και 188 επ., Δ.Συμεωνίδης, το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για τη νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), σελ. 10.
[5] Βλ. και Θ.Δαλακούρα, προκαταρκτική εξέταση: όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, ΠοινΔικ (2007), σελ. 1327.
[6] Βλ. σχετ. ΔιατΕισΕφΑθ (Α.Ζύγουρα) 6/2004, ΠοινΛογ (2004), 920, ΠραξΛογΠΔ (2004), 62, ΝοΒ (52/2004), 1644, Αρμ (2004), 1207, Α.Καρρά, ό.π., αριθ. 320, σελ. 299, σημ. 75, τον ίδιο, επίτομη ερμηνεία του κώδικα ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (2005), άρθρο 31, σελ. 154, Λ.Μαργαρίτη, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 333-334 και 341, τον ίδιο, προκαταρκτική εξέταση και εκκρεμότητα ποινικής δίκης, σε «μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Α΄, 1992, σελ. 19 επ. (36-38).
[7] Λ.Μαργαρίτης, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 339, Χ.Μπάκας, ό.π., σελ. 246
[8] Βλ. ενδ. Ν.Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 230, Θ.Δαλακούρα, ό.π., τομ. Α΄, σελ. 210, Χ.Δέδε, ό.π., σελ. 305-306, Β.Ζησιάδη, η θέση της προκαταρκτικής εξέτασης στο ισχύον ποινικό δίκαιο και τα δικαιώματα του «κατηγορουμένου», Υπερ (1994), σελ. 997, Ι.Ζησιάδη, ό.π., σελ. 328, Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 320, Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, β΄ έκδ. (1998), αριθ. 320, σελ. 299, τον ίδιο, επίτομη ερμηνεία του κώδικα ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (2005), άρθρο 31, σελ. 154, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 433, Λ.Μαργαρίτη, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 342, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 248∙ βλ. πάντως Ε.Κριτσέλη, η προκαταρκτική εξέταση, 2004, σελ. 76 επ. (79), η οποία θεωρεί ότι η παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης συνιστά τον τέταρτο τρόπο άσκησης ποινικής δίωξης.
[9] Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 231∙ πρβλ και ΑΠ 695/1975, ΠοινΧρ (ΚΣΤ/1976), 112.
[10] Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436∙ πρβλ και Α.Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 252.
[11] Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436, Κ.Σταμάτης, ό.π., σελ. 42. Πρβλ για τα δια του τύπου εγκλήματα Ι.Ζησιάδη, ό.π., τομ. Α΄, σελ. 329, Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 232-233, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 433∙ βλ. όμως αντίθ. για τα δια του τύπου εγκλήματα ΓνωμΕισΕφΑιγ (Ξ.Κωνσταντόπουλου) 1296/1956, ΝοΒ (4/1956), 541 (για το άρθρο 46 Ν. 5060/1931, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 592 παρ. 1 εδ. στ΄ ΚΠΔ).
[12] Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436.
[13] Έτσι και Ι.Ζησιάδης, ό.π., τομ. Α΄, σελ. 329, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 232.
[14] Βλ. αναλυτικά για τους τρόπους και τις προϋποθέσεις άσκησης ποινικής δίωξης, καθώς και για την επίδραση της υποχρεωτικότητας διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης στο χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων Χ.Σεβαστίδη, τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2004, σελ. 36 επ.
[15] Βλ. και Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 320, Α.Τούση, ό.π., άρθρο 31, σελ. 42.
[16] Πρβλ και Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 433 και 435.
[17] Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 433.
[18] Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 232, Χ.Μπάκας, ό.π., σελ. 244-245.
[19] Βλ. ενδ. ΓνωμΕισΑΠ (Κ.Παπαϊωάννου) 9/1967, ΠοινΧρ (ΙΖ/1967), 378, ΔιατΕισΠλημΚαλαβ (Α.Μιχαηλίδη) 3/1976, ΠοινΧρ (ΚΣΤ/1976), 345, Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 235 και άρθρο 43, σελ. 351, Α.Καρρά, ό.π., αριθ. 320, σελ. 299, Δ.Καρύμπαλη, η προς το δικαστικόν συμβούλιον πρότασις του εισαγγελέως «να μη γίνη κατηγορία» δεν αποτελεί νόμιμον τρόπον κινήσεως ποινικής αγωγής, ΠοινΧρ (ΙΔ/1964), σελ. 317-318, όπου αναφορά και στο καθεστώς της προϊσχύσασας Ποινικής Δικονομίας, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 43, σελ. 505, Α.Μιχαηλίδη, ανάκληση της εγκλήσεως πριν από την άσκηση ποινικής διώξεως, ΠοινΧρ (ΚΘ/1979), σελ. 719-720.
[20] ΣυμβΔιαρκΣτρατΑθ 252/1990, Υπερ (1992), 654, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 435, σημ. 4.
[21] Βλ. σχετ. ΔιατΕισΕφΠατρ (Π.Καίσαρη) 13/1998, ΠοινΔικ (1998), 452, Κ.Σταμάτη, ό.π., σελ. 153 επ.
[22] Είναι προφανές ότι το άρθρο 31 ΚΠΔ αναφέρεται σε ορισμένες μόνο από τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα στην ποινική διαδικασία∙ επομένως, ο τίτλος του άρθρου δεν είναι ακριβής (βλ. σχετ. και Μ.Παπαδογιάννη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 75).
[23] Βλ. για τις εξαιρετικές αυτές διατάξεις αμέσως στη συνέχεια, υπό Β β.
[24] Βλ. και Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 231.
[25] Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436.
[26] Μ.Παπαδογιάννης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 76.
[27] Έτσι και Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 231, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436, Χ.Μπάκας, η προδικασία της ποινικής δίκης, 1995, σελ. 244, Α.Τούσης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 43∙ βλ. όμως αντίθ. Χ.Δέδε, ό.π., σελ. 307, σημ. 7.
[28] Βλ. και Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436, Χ.Μπάκα, ό.π., σελ. 244.
[29] Βλ. σχετ. ΔιατΕισΕφΑθ (Α.Ζύγουρα) 6/2004, ΠοινΛογ (2004), 920, ΠραξΛογΠΔ (2004), 62, ΝοΒ (52/2004), 1644, Αρμ (2004), 1207, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436, Χ.Μπάκα, ό.π., σελ. 244. Ειδικά για το ζήτημα της αρμοδιότητας σχετικά με την τύχη των πειστηρίων και κατασχεθέντων πραγμάτων κατά την προκαταρκτική εξέταση βλ. αναλυτικά π.κ., υπό Θ.
[30] Βλ. έτσι ΓνωμΕισΑΠ (Η.Σπυρόπουλου) 1747/1995, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 428.
[31] ΕγκΕισΑΠ (Π.Δημόπουλου) 3/2001, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), 374, ΠοινΔικ (2002), 33, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 35, σελ. 465, Λ.Μαργαρίτης, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 352, Σ.Μπάγιας, ποινική δίωξη: νομικές και κοινωνικές συνέπειες από την άσκησή της-ποιος και πότε (πρέπει να) την ασκεί, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), σελ. 8, ΠοινΔικ (2002), σελ. 76∙ το αντίθετο φαίνεται να δέχεται ο Φ.Μακρής, οι μεταρρυθμιστικές επεμβάσεις στην ποινική δίκη του πρόσφατου Ν. 3160/2003, ΠοινΔικ (2003), σελ. 1114.
[32] Βλ. σχετ. ΕγκΕισΑΠ (Π.Δημόπουλου) 3/2001, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), 374, ΠοινΔικ (2002), 33, Σ.Μπάγια, ποινική δίωξη: νομικές και κοινωνικές συνέπειες από την άσκησή της-ποιος και πότε (πρέπει να) την ασκεί, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), σελ. 8, ΠοινΔικ (2002), σελ. 76.
[33] Βλ. σχετ. και Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 28-29, σημ. 52.
[34] Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 35, σελ. 465, Μ.Παπαδογιάννης, ό.π., άρθρο 35, σελ. 85.
[35] Βλ. σχετ. Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 29.
[36] Βλ. αναλυτικά για το ζήτημα αυτό Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 27.
[37] Χ.Σεβαστίδης, ό.π., σελ. 29-31∙ πρβλ και Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 35, σελ. 465.
[38] Χ.Δέδες, ό.π., σελ. 96, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 35, σελ. 296, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 35, σελ. 464 και 465, Α.Μπουρόπουλος, ό.π., άρθρο 35, σελ. 55, Α.Τούσης, ό.π., άρθρο 35, σελ. 50.
[39] Έτσι και Χ.Δέδες, ό.π., σελ. 96, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 35, σελ. 296, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 35, σελ. 464.
[40] Πρόκειται για τις εξής περιπτώσεις: α) άσκηση ποινικής δίωξης μετά από απόφαση του συμβουλίου εφετών (άρθρο 29 παρ. 2 ΚΠΔ), β) άσκηση ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα εφετών Αθηνών για τα εγκλήματα του άρθρου 29 παρ. 4 ΚΠΔ, γ) άσκηση ποινικής δίωξης επί εγκλημάτων τελούμενων στο ακροατήριο του εφετείου, σε περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 116-117 ΚΠΔ, δ) άσκηση ποινικής δίωξης για πλημμελήματα προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας και ε) άσκηση ποινικής δίωξης για τα εγκλήματα του άρθρου 4 Ν. 3213/2003 «δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων».
[41] Δεν μπορεί, όμως, να διενεργεί προανάκριση∙ βλ. έτσι και Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 353.
[42] Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 353.
[43] Βλ. σχετ. και Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 27-28∙ βλ. έτσι και Α.Κονταξή, άρθρο 35, σελ. 464, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 353, σημ. 41.
[44] Βλ. σχετ. Α.Μπουρόπουλο, ο Εισαγγελεύς του Α.Π. δικαιούται να παραγγείλη τω παρ’ εφέταις εισαγγελεί ν’ ασκήση έφεσιν κατά του βουλεύματος; ΠοινΧρ (Ε/1955), σελ. 160.
[45] Βλ. τις περιπτώσεις αυτές π.π., σημ. 40.
[46] Βλ. αναλυτικά για το ζήτημα αυτό Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 31-32∙ βλ. έτσι και Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 353, σημ. 42.
[47] Βλ. έτσι για τον αποκλεισμό παράλληλης διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης και κύριας ανάκρισης ΕγκΕσιΑΠ (Γ.Πλαγιανάκου) 1903/6/1993, Υπερ (1993), 1229.
[48] Βλ. σχετική κριτική σε Α.Παπαδαμάκη, πόσο αναγκαία είναι η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας; (σκέψεις με αφορμή το πρόσφατο Σχ. Νόμου για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας), ΠοινΔικ (2003), σελ. 670∙ πρβλ και ΕγκΕισΑΠ (Π.Δημόπουλου) 3/2001, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), 374, ΠοινΔικ (2002), 33.
[49] Βλ. έτσι ΕγκΕισΑΠ (Π.Δημόπουλου) 3/2001, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), 374, ΠοινΔικ (2002), 33, Λ.Μαργαρίτη, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», 2006, σελ. 352, σημ. 39, Σ.Μπάγια, ποινική δίωξη: νομικές και κοινωνικές συνέπειες από την άσκησή της-ποιος και πότε (πρέπει να) την ασκεί, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), σελ. 8, ΠοινΔικ (2002), σελ. 76.
[50] Βλ. αναλυτικά για το ζήτημα αυτό Χ.Σεβαστίδη, τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2004, σελ. 26-27∙ βλ. ήδη έτσι και Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 35, σελ. 464, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 352, σημ. 40.
[51] έτσι Χ.Σεβαστίδης, ό.π., σελ. 27-28.
[52] Σ.Δασκαλόπουλος, η προκαταρκτική εξέταση και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά τον ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), σελ. 1028.
[53] Για την κριτική που ασκήθηκε στη διάταξη του άρθρου 248 παρ. 4 ΚΠΔ βλ. Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 20, σημ. 37.
[54] Έτσι Λ.Μαργαρίτης, προκαταρκτική εξέταση-προανάκριση: θεωρητικές συμβολές-πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ (2007), σελ. 604-605∙ πρβλ έτσι και Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 21-22, σημ. 41.
[55] Βλ. έτσι ΕγκΕισΠρωτΑθ (Σ.Μπάγια) 57227/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1017.
[56] Έτσι και ΕγκΕισΠλημΠατρ (Λ.Σοφουλάκη) 540/2006, ΠοινΔικ (2007), 985, ΠοινΛογ (2006), 654, ΕγκΕισΠρωτΑθ (Σ.Μπάγια) 57227/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1017, ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Π.Μπρακουμάτσου) της 16.9.2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1020-1021, ΕγκΕισΠρωτΜυτιλ (Γ.Κτιστάκη) 619/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1025-1026, Θ.Δαλακούρας, η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), σελ. 589, Σ.Δασκαλόπουλος, η προκαταρκτική εξέταση και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά τον ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), σελ. 1028, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 444, Ε.Κριτσέλη, ό.π., σελ. 26 και 60, σημ. 71, Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 605, σημ. 72, Χ.Σεβαστίδης, ό.π., σελ. 20-21. Βλ. σχετ. και την Εισήγηση του Π.Φιλιππόπουλου στην Διοικητική Ολομέλεια του ΑΠ 9/1999, ΝοΒ (47/1999), 1229 επ. (1235 επ.).
[57] Βλ. σχετ. και ΕγκΕισΠλημΠατρ (Λ.Σοφουλάκη) 540/2006, ΠοινΔικ (2007), 985, ΠοινΛογ (2006), 654.
[58] Βλ. σχετ. και Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 20, σημ. 38.
[59] Βλ. σχετ. ΕγκΕισΠλημΠατρ (Λ.Σοφουλάκη) 540/2006, ΠοινΔικ (2007), 985, ΠοινΛογ (2006), 654, Σ.Δασκαλόπουλο, ό.π., σελ. 1028, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 604, σημ. 65∙ πρβλ έτσι και Φ.Μακρή, οι μεταρρυθμιστικές επεμβάσεις στην ποινική δίκη του πρόσφατου Ν. 3160/2003, ΠοινΔικ (2003), σελ. 1114.
[60] Έτσι ΕγκΕισΠλημΠατρ (Λ.Σοφουλάκη) 540/2006, ό.π., Σ.Δασκαλόπουλος, ό.π., σελ. 1028.
[61] Βλ. σχετ. Σ.Αλεξιάδη, η έννοια του υπόπτου στην Ποινική Δίκη-Η κερκόπορτα για παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων σε «Τιμητικό Τόμο για την Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου», τομ. Α΄, 2003, σελ. 87.
[62] Βλ. σχετ. και Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 437, Φ.Παπαδόπουλο, η δικονομική θέση του υπόπτου κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Υπερ (1995), σελ. 474 επ.
[63] Βλ. σχετ. και Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 26-28.
[64] Βλ. σχετ. Σ.Αλεξιάδη, ό.π., σελ. 85 επ. (92).
[65] Και τούτο διότι κατά την κρατούσα άποψη ο συνήγορος του κατηγορουμένου δεν έχει αυτοδικαίως την ιδιότητα του αντικλήτου, παρά μόνο σε όσες περιπτώσεις ρητά αναγνωρίζεται η ιδιότητά του αυτή από ειδικές διατάξεις (βλ. έτσι ΣυμβΠλημΠατρ 181/1989, ΠοινΧρ (ΛΘ/1989), 527, Αρμ (1989), 796, Γ.Γεωργόπουλο, εννοιολογικαί διακρίσεις των όρων αντικλήτου και πληρεξουσίου εις την ποινικήν και πολιτικήν διαδικασίαν και αι εκ τούτων δημιουργούμεναι σοβαραί συνέπειαι εις την ποιν. διαδικασίαν, Αρμ (1979), σελ. 213, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 96, σελ. 845∙ έτσι έμμεσα και ΣυμβΑΠ 318/1991, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 907, ΣυμβΑΠ 242/1972, ΠοινΧρ (ΚΒ/1972), 469). Πάντως, υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη κατά την οποία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου, που διορίζεται κατ’ άρθρο 96 ΚΠΔ με γενική πληρεξουσιότητα, είναι αυτοδικαίως και αντίκλητός του, αφενός διότι το άρθρο 96 παρ. 2 ΚΠΔ δίνει την εξουσία στον συνήγορο αυτό να εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις, οι δε επιδόσεις συνιστούν τέτοιες (διαδικαστικές πράξεις), ενόψει και της ένταξής τους στο ΣΤ΄ Τμήμα του Πρώτου Βιβλίου του ΚΠΔ, που φέρει τον τίτλο «διαδικαστικές πράξεις» (έτσι ΕισΠροτ (Δ.Ευθυμιάδη) στη ΣυμβΑΠ 318/1991, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 907) αφετέρου διότι η λύση αυτή επιβάλλεται από την αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων, έτσι ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά και υπέρ του κατηγορουμένου το άρθρο 84 εδ. δ΄ ΚΠΔ τουλάχιστον όταν αυτό είναι προς όφελος του κατηγορουμένου (έτσι Θ.Κονταξής, ο διορισθείς συνήγορος του κατηγορουμένου θεωρείται αυτοδικαίως και αντίκλητος; Αρμ (1998), σελ. 641).
[66] Βλ. έτσι στην αντίστοιχη περίπτωση της προθεσμίας κλήτευσης του κατηγορουμένου στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης κατά το άρθρο 100 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠΔ Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 100, σελ. 1238-1239, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 100, σελ. 858.
[67] Βλ. αντίστοιχα στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης Α.Στάικο, ό.π., άρθρο 100, σελ. 359.
[68] Για την αναγνώριση του δικαιώματος αυτού και πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 3160/2003 βλ. Π.Καίσαρη, άρθρο 31, σελ. 232.
[69] Βλ. σχετ. και Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 597, Χ.Σεβαστίδη, οι νέες τροποποιήσεις του ν. 3346/2005 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2005, σελ. 4-5.
[70] Βλ. σχετ. και Θ.Δαλακούρα, ποινική δικονομία (βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης), τομ. Α΄ (2003), σελ. 212, τον ίδιο, η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), σελ. 588.
[71] Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 444.
[72] Σύμφωνος και ο Δ.Συμεωνίδης, ο υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου σύμφωνα με τον ΚΠΔ, υπό το πρίσμα του Ν. 3226/2004, ΠοινΛογ (2004), σελ. 1499
[73] Βλ. σχετ. και Π.Τσιρίδη, ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ. 64.
[74] Βλ. σχετ. και ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Π.Μπρακουμάτσου) 11094/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1022, Φ.Ανδρέου, κώδικας ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (2005), άρθρο 31, σελ. 115, Α.Ζαχαριάδη, οι δικονομικές διατάξεις του νομοσχεδίου «για την επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και άλλες διατάξεις», ΠοινΔικ (2005), σελ. 196, Α.Κωνσταντινίδη, ο ν. 3160/2003 «Για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας», ΠοινΛογ (2004), σελ. 985, Λ.Μαργαρίτη, προκαταρκτική εξέταση-προανάκριση: θεωρητικές συμβολές-πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ (2007), σελ. 596, Χ.Σεβαστίδη, οι νέες τροποποιήσεις του ν. 3346/2005 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2005, σελ. 3-4.
[75] Βλ. για το ζήτημα αυτό Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 597, Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 4-5.
[76] Θ.Δαλακούρας, προκαταρκτική εξέταση: όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, ΠοινΔικ (2007), σελ. 1328, Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 598∙ βλ. όμως αντίθ. για όσα ίσχυαν υπό το προγενέστερο καθεστώς ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Π.Μπρακουμάτσου) 11094/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1022.
[77] Π.Τσιρίδης, ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ. 64-65∙ βλ. όμως αντίθ. Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 445.
[78] Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 597, σημ. 9, Χ.Σεβαστίδης, ό.π., σελ. 5.
[79] Έτσι Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 597, σημ. 9.
[80] Για την παρά την απαγόρευση αυτή παραμονή της ένορκης κατάθεσης του υπόπτου στη δικογραφία βλ. π.κ., υπό Στ δ .
[81] ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Π.Μπρακουμάτσου) 11094/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1022, Φ.Ανδρέου, ό.π., άρθρο 31, σελ. 117, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 444∙ για την κατάθεση του υπομνήματος αυτού από τον συνήγορό του βλ. αμέσως π.π., σχετικά με το δικαίωμα του υπόπτου για εκπροσώπησή του από συνήγορο.
[82] Για τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης βλ. ΣυμβΕφΑθ 322/2006, ΠοινΔικ (2007), 284, Α.Καρρά, ό.π., αριθ. 442, σελ. 403, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 102, σελ. 881.
[83] Για τη διάκριση των αντίστοιχων προθεσμιών των άρθρων 100 παρ. 1 εδ. β΄ και 102 ΚΠΔ στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης βλ. Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 102, σελ. 1258, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 102, σελ. 881.
[84] Για την εκπροσώπηση του υπόπτου από το συνήγορό του κατά την άσκηση (και) αυτού του δικαιώματος βλ. και π.π., υπό Γ γ.
[85] Βλ. αντίστοιχα έτσι για την προθεσμία του άρθρου 102 παρ. 1 ΚΠΔ ΕφΑθ 414/1975, ΠοινΧρ (ΚΕ/1975), 324 (με συμφ. ΕισΠροτ (Κ.Σταμάτη)), Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 102, σελ. 1259, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 102, σελ. 883, Χ.Μπάκα, ό.π., σελ. 334.
[86] Βλ. για το αντίστοιχο ζήτημα στα πλαίσια του άρθρου 102 παρ. 1 ΚΠΔ, Θ.Δαλακούρα, ό.π., τομ. Α΄, σελ. 281, Α.Καρρά, ό.π., αριθ. 442, σελ. 403, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 102, σελ. 883, Λ.Μαργαρίτη, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προδικασία, σε «μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τευχ. Β΄, 1992, σελ. 28, τον ίδιο, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προανάκριση και κύρια ανάκριση, σε «τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία γενικά», Πρακτικά Γ΄ Πανελληνίου Συνεδρίου ΕΕΠΔ, 1991, σελ. 43, Χ.Μπάκα, ό.π., σελ. 334.
[87] Βλ. αντίστοιχα για την κατ’ άρθρο 102 παρ. 2 ΚΠΔ παράταση της προθεσμίας για απολογία του κατηγορουμένου στην κύρια ανάκριση, ΣυμβΑΠ 1062/1988, ΠοινΧρ (ΛΘ/1989), 48, ΕφΠειρ 193/1983, ΠοινΧρ (ΛΓ/1983), 747, ΠλημΑθ 1871/1983, ΠοινΧρ (ΛΓ/1983), 750, Φ.Ανδρέου, ό.π., άρθρο 102, σελ. 395, Χ.Δέδε, ό.π., σελ. 103, Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 102, σελ. 1261, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 102, σελ. 881, Χ.Μπάκα, ό.π., σελ. 334, τον ίδιο, το δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, ΠοινΧρ (ΛΖ/1987), σελ. 493, σημ. 106, Α.Μπουρόπουλο, ό.π., άρθρα 100-103, σελ. 149, Μ.Παπαδογιάννη, ό.π., άρθρο 102, σελ. 217, Α.Τούση, ό.π., άρθρο 102, σελ. 163. Υποστηρίζεται, πάντως, στη θεωρία ότι βάσει και των υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ, ο ανακριτής έχει υποχρέωση να παρατείνει την προθεσμία προς απολογία, κατόπιν αιτήματος του κατηγορουμένου, αν η μελέτη της υπόθεσης λόγω των ειδικών συνθηκών (π.χ. μεγάλος όγκος εγγράφων) επιβάλλει την παράταση αυτή (έτσι Θ.Δαλακούρας, τομ. Α΄, σελ. 281-282, Α.Καρράς, ό.π., αριθ. 442, σελ. 403∙ βλ. προς την κατεύθυνση αυτή και ΣυμβΕφΑθ 322/2006, ΠοινΔικ (2007), 284, που δέχεται ότι η σχετική κρίση του ανακριτή δεν είναι ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στον έλεγχο του δικαστικού συμβουλίου κατ’ άρθρο 307 ΚΠΔ).
[88] Βλ. και Χ.Σεβαστίδη, οι νέες τροποποιήσεις του ν. 3346/2005 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2005, σελ. 2-3.
[89] Βλ. για την εκπροσώπηση του υπόπτου από το συνήγορό του κατά την άσκηση (και) αυτού του δικαιώματος, π.π., υπό Γ γ.
[90] Βλ. έτσι υπό το προγενέστερο καθεστώς Θ.Δαλακούρα, τομ. Α΄, σελ. 211 επ., τον ίδιο, η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), σελ. 588, Α.Καρρά, Νομοθετικές Αρρυθμίες και Ερμηνευτικές Δυσπλασίες, ΠοινΛογ (2003), σελ. 1790, Χ.Σεβαστίδη, τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2004, σελ. 14-15, Δ.Συμεωνίδη, το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για τη νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), σελ. 5 επ. (17), Π.Τσιρίδη, ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ. 59. Βλ. όμως αντίθ. Φ.Ανδρέου, κώδικας ποινικής δικονομίας, α΄ έκδ. (2004), άρθρο 31, σελ. 98, τον ίδιο, κώδικας ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (2005), άρθρο 31, σελ. 115, Σ.Δασκαλόπουλο, η προκαταρκτική εξέταση και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά τον ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), σελ. 1028, Φ.Μακρή, οι μεταρρυθμιστικές επεμβάσεις στην ποινική δίκη του πρόσφατου Ν. 3160/2003, ΠοινΔικ (2003), σελ. 1114∙ πρβλ αντίθ. και ΕγκΕισΠλημΠατρ (Λ.Σοφουλάκη) 540/2006, ΠοινΔικ (2007), 985, ΠοινΛογ (2006), 654, ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Π.Μπρακουμάτσου) 11094/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1022, Α.Χαραλαμπάκη, παρατηρήσεις στο νέο νομοσχέδιο για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), σελ. 193
[91] Βλ. έτσι ΔιατΕισΕφΙωαν (Β.Θεοδώρου) 19/2002, ΠραξΛογΠΔ (2002), 488, ΔιατΕισΠλημΙωαν της 17.3.2002, ΠραξΛογΠΔ (2002), 285.
[92] Χ.Σεβαστίδης, οι νέες τροποποιήσεις του ν. 3346/2005 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2005, σελ. 3.
[93] Βλ. σχετ. ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Π.Μπρακουμάτσου) 11094/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1022.
[94] Για την εκπροσώπηση του υπόπτου από το συνήγορό του κατά την άσκηση (και) αυτού του δικαιώματος βλ. π.π., υπό Γ γ.
[95] Βλ. έτσι και Α.Καρρά, επίτομη ερμηνεία του κώδικα ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (2005), άρθρο 31, σελ. 156, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 443.
[96] Βλ. σχετ. Φ.Ανδρέου, ό.π., άρθρο 31, σελ. 116, Α.Ζαχαριάδη, οι δικονομικές διατάξεις του νομοσχεδίου «για την επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και άλλες διατάξεις», ΠοινΔικ (2005), σελ. 196-197, Χ.Σεβαστίδη, οι νέες τροποποιήσεις του ν. 3346/2005 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2005, σελ. 3∙ πρβλ και Π.Τσιρίδη, ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ. 61-62.
[97] Βλ. σχετ. Λ.Μαργαρίτη, προκαταρκτική εξέταση-προανάκριση: θεωρητικές συμβολές-πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ (2007), σελ. 599, σημ. 21, Π.Τσιρίδη, ό.π., σελ. 62.
[98] Βλ. σχετ. Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 7.
[99] Έτσι Λ.Μαργαρίτης, προκαταρκτική εξέταση-προανάκριση: θεωρητικές συμβολές-πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ (2007), σελ. 601, ο ίδιος, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 344, σημ. 22, Χ.Σεβαστίδης, ό.π., σελ. 6-7.
[100] Βλ. την άποψη αυτή σε Π.Τσιρίδη, ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ. 66.
[101] Α.Καρράς, ο ΚΠΔ ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ΠοινΛογ (2002), σελ. 434-435, Λ.Μαργαρίτης, προκαταρκτική εξέταση-προανάκριση: θεωρητικές συμβολές-πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ (2007), σελ. 602, Χ.Σεβαστίδης, τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2004, σελ. 18-19, Π.Τσιρίδης, ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ. 65.
[102] Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 445.
[103] Βλ. για τα ζητήματα αυτά και π.κ., υπό ΣΤ β.
[104] Κατά την κρατούσα θέση της νομολογίας δεν απαγορεύεται να ενεργηθούν ανακριτικές πράξεις μετά την απολογία του κατηγορουμένου και επομένως δεν είναι υποχρεωτικό να κληθεί ο κατηγορούμενος εκ νέου σε συμπληρωματική απολογία∙ βλ. έτσι ενδ. στα πλαίσια της προανάκρισης ΠλημΘεσ 42/2007, ΠοινΔικ (2007), 164, όπου περαιτέρω παραπομπές, και στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης ΑΠ 14/2005, ΠοινΔικ (2005), 626 (περίλ.), ΠοινΛογ (2005), 75, ΣυμβΑΠ 798/1975, ΠοινΧρ (ΚΣΤ/1976), 222.
[105] Βλ. έτσι Θ.Δαλακούρα, προκαταρκτική εξέταση: όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, ΠοινΔικ (2007), σελ. 1328, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 603-604.
[106] Βλ. ενδ. ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Π.Μπρακουμάτσου) της 16.9.2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1018, Θ.Δαλακούρα, ό.π., τομ. Α΄, σελ. 211, τον ίδιο, η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), σελ. 588, Ε.Κριτσέλη, τα δικαιώματα του κατ’ άρθρον 72 εδ. γ΄ ΚΠΔ «κατηγορουμένου» στην ποινική προδικασία-νομολογιακή επισκόπηση δικονομικών ακυροτήτων, ΠοινΔικ (2004), σελ. 1181, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 248-249, Π.Παπανδρέου, η προκαταρκτική εξέταση, ΠοινΔικ (2006), σελ. 191 επ. (193), Δ.Συμεωνίδη, το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για τη νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), σελ. 17, τον ίδιο, απαγόρευση αυτοενοχοποίησης και αποδεικτική αξιοποίηση μαρτυρικών καταθέσεων του μετέπειτα κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία, ΠοινΔικ (2004), σελ. 456∙ πρβλ και ολΑΠ 1/2004, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), 113 (με παρατ. Η.Αναγνωστόπουλου), ΠοινΔικ (2004), 917, ΠοινΛογ (2004), 523, ολΑΠ 2/1999, ΠοινΧρ (ΜΘ/1999), 811, ΠοινΔικ (2000), 30, Υπερ (2000), 268, ΠραξΛογΠΔ (2000), 4, ΝοΒ (48/2000), 510.
Όμοια αντιμετωπίζεται το ζήτημα και στα πλαίσια του άρθρου 105 ΚΠΔ, δηλ. στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης∙ βλ. ενδ. ολΑΠ 1/2004, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), 113 (με παρατ. Η.Αναγνωστόπουλου), ΠοινΔικ (2004), 917, ΠοινΛογ (2004), 523, ολΑΠ 2/1999, ΠοινΧρ (ΜΘ/1999), 811, ΠοινΔικ (2000), 30, Υπερ (2000), 268, ΠραξΛογΠΔ (2000), 4, ΝοΒ (48/2000), 510, ΑΠ 1333/2006, ΠοινΛογ (2006), 1269, ΑΠ 1315/2006, ΠοινΛογ (2006), 1238, ΑΠ 129/2006, ΠοινΧρ (ΝΣΤ/2006), 712, ΑΠ 90/2006, ΠοινΧρ (ΝΣΤ/2006), 704, ΠοινΛογ (2006), 79, ΑΠ 1794/2004, ΠοινΛογ (2004), 2244, ΑΠ 978/2004, ΠοινΛογ (2004), 1252, ΑΠ 976/2004, ΠοινΔικ (2004), 1350, ΠοινΛογ (2004), 1245, ΑΠ 645/2004, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), 226, ΠοινΛογ (2004), 733, ΑΠ 1723/2003, ΠοινΛογ (2003), 1938, ΑΠ 1328/2003, ΠοινΔικ (2003), 780, ΠοινΛογ (2003), 1504, ΝοΒ (52/2004), 468, ΑΠ 1003/2003, ΠοινΛογ (2003), 1097, ΑΠ 622/2003, ΠοινΛογ (2003), 640, ΑΠ 599/2003, ΠοινΛογ (2003), 615, ΝοΒ (51/2003), 1964, ΑΠ 104/2003, NOMOS, ΑΠ 2039/2002, ΠοινΛογ (2002), 2378, ΑΠ 1991/2002, ΠοινΛογ (2002), 2103, ΣυμβΑΠ 761/2002, ΠοινΛογ (2002), 948, ΑΠ 538/2002, ΠοινΛογ (2002), 635, ΑΠ 1642/2001, ΠοινΛογ (2001), 2002, ΑΠ 1400/2001, ΠοινΔικ (2002), 1170, ΝοΒ (50/2002), 564, ΑΠ 676/2001, ΠοινΔικ (2001), 969 (περίλ.), ΠοινΛογ (2001), 1404, ΝοΒ (49/2001), 1660, ΑΠ 40/2001, ΠοινΧρ (ΝΑ/2001), 685, ΠοινΛογ (2001), 73, ΣυμβΑΠ 858/2000 (με αντίθ. ΕισΠροτ (Β.Ξενικάκη)), ΠοινΧρ (ΝΑ/2001), 151, ΑΠ 503/2000, ΠοινΧρ (Ν/2000), 974, ΝοΒ (48/2000), 1035, ΤριμΕφΠατρ 209/1996 (με συμφ. ΕισΠροτ (Α.Ζύγουρα)), Αρμ (1997), 1059, ΑρχΝ (1998), 154, Δ (29/1998), 231 (με σύμφ. παρατ. Α.Κωνσταντινίδη), ΕγκΕισΑΠ (Β.Παπαδάκη) 2718/1999, Υπερ (2000), 384, ΠοινΛογ (2001), 657, ΕγκΕισΑΠ (Β.Παπαδάκη) 3/1999, ΠοινΧρ (Ν/2000), 566, Υπερ (1999), 1459, ΕγκΕισΑΠ (Π.Δημόπουλου) 2466/18/1996, Υπερ (1997), 114, ΔιατΕισΕφΑθ (Φ.Μακρή) 430/2001, ΠοινΛογ (2001), 1151, Η.Αναγνωστόπουλο, παρατηρήσεις στην ολΑΠ 2/1999, ΠοινΧρ (ΜΘ/1999), σελ. 813, Γ.Δημήτραινα, ό.π., σελ. 102 και 103, Λ.Μαργαρίτη, παρατηρήσεις στην ΑΠ 523/1999, Υπερ (2000), σελ. 286, τον ίδιο, οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις του ν. 2408/1996, Υπερ (1997), σελ. 523, Γ.Συλίκο, κώδικας ποινικής δικονομίας, τομ. Β΄, 2003, άρθρο 105, σελ. 182 και 187-189, Δ.Συμεωνίδη, απαγόρευση αυτοενοχοποίησης και αποδεικτική αξιοποίηση μαρτυρικών καταθέσεων του μετέπειτα κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία, ΠοινΔικ (2004), σελ. 457.
[107] Έτσι ΑΠ 90/2006, ΠοινΧρ (ΝΣΤ/2006), 704, ΠοινΛογ (2006), 79, ΣυμβΑΠ 610/2004, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), 218, ΑΠ 1328/2003, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), 341, ΠοινΔικ (2003), 780, ΠοινΛογ (2003), 1504, ΝοΒ (52/2004), 468, ΑΠ 1400/2001, ΠοινΔικ (2002), 1170, ΝοΒ (50/2002), 564, ΑΠ 720/1987, ΠοινΧρ (ΛΖ/1987), 629, ΑΠ 635/1987, ΠοινΧρ (ΛΖ/1987), 548, ΑΠ 1022/1985, ΠοινΧρ (ΛΣΤ/1986), 71, Γ.Δημήτραινας, παρατηρήσεις στη ΔιατΕισΕφΛαρ (Π.Ψάνη) 44/2001, Αρμ (2002), σελ. 102, Λ.Μαργαρίτης, παρατηρήσεις στην ΑΠ 566/1993, Υπερ (1993), σελ. 1096, Α.Τούσης, άρθρο 31, σελ. 43, Χ.Χριστοφορίδης, ο κατηγορούμενος και η υπεράσπισή του, ΠοινΧρ (Ν/2000), σελ. 868)∙ παλαιότερα, όμως, η νομολογία αρνήθηκε την αναγνώριση της ακυρότητας αυτής (έτσι ΣυμβΑΠ 403/1996, ΠοινΧρ (ΜΖ/1997), 42 (με αντίθ. ΕισΠροτ (Π.Σπυρόπουλου)), ΑΠ 566/1993, ΠοινΧρ (ΜΓ/1993), 386, Υπερ (1993), 1094, ΣυμβΑΠ 1272/1987, ΠοινΧρ (ΛΗ/1988), 80, ΣυμβΑΠ 813/1982, ΠοινΧρ (ΛΓ/1983), 180, ΑΠ 1015/1980, ΠοινΧρ (ΛΑ/1981), 157, ΑΠ 1104/1976, ΠοινΧρ (ΚΖ/1977), 427, ΣυμβΑΠ 691/1976, ΠοινΧρ (ΚΖ/1977), 142, ΑΠ 695/1975, ΠοινΧρ (ΙΣΤ/1966), 112, ΣυμβΑΠ 180/1974, ΠοινΧρ (ΚΕ/1975), 558, ΣυμβΠλημΘεσ 122/1990, Υπερ (1991), 225∙ πρβλ σχετ. και Ν.Λίβο, παρατηρήσεις στην ΑΠ 566/1993, ΠοινΧρ (ΜΓ/1993), σελ. 388.
[108] Βλ. έτσι στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης ΔιατΕισΕφΑΘ (Φ.Μακρή) 430/2001, ΠοινΛογ (2001), 1151, Γ.Συλίκο, η «μαρτυροποίηση του κατηγορουμένου» ως δικαιοκρατικά σημαίνον πρόβλημα της πράξης και του λόγου του Ποινικού Δικαίου και οι ακυρότητες που προκαλούνται από την εξέταση του κατηγορουμένου ως μάρτυρα, ΠραξΛογΠΔ (2000), σελ. 98.
[109] Βλ. έτσι στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης Γ.Συλίκο, κώδικας ποινικής δικονομίας, τομ. Β΄, 2003, άρθρο 105, σελ. 207-208.
[110] Βλ. έτσι στα πλαίσια του άρθρου 105 ΚΠΔ ΑΠ 888/2005, ΠοινΔικ (2005), 1248 (περίλ.), ΠοινΛογ (2005), 825, ΠραξΛογΠΔ (2005), 189, ΝοΒ (54/2006), 128.
[111] Έτσι και Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 105, σελ. 893.
[112] Έτσι ΑΠ 1824/2002, ΠοινΔικ (2003), 356 (περίλ.), ΠοινΛογ (2002), 2048∙ πρβλ και ΑΠ 1328/2003, ό.π.
[113] Έτσι σχετικά με την ακύρως δοθείσα κατάθεση του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 105 ΚΠΔ ΑΠ 1315/2006, ΠοινΛογ (2006), 1238.
[114] Βλ. έτσι και Δ.Συμεωνίδη, το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για τη νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), σελ. 12 και 17, Π.Τσιρίδη, ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ. 65∙ βλ. όμως αντίθ. Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 440, Ε.Κριτσέλη, τα δικαιώματα του κατ’ άρθρον 72 εδ. γ΄ ΚΠΔ «κατηγορουμένου» στην ποινική προδικασία-νομολογιακή επισκόπηση δικονομικών ακυροτήτων, ΠοινΔικ (2004), σελ. 1181, που δέχονται ότι στις περιπτώσεις αυτές δεν προκαλείται ακυρότητα.
[115] Βλ. έτσι στα πλαίσια του άρθρου 105 ΚΠΔ Γ.Συλίκο, κώδικας ποινική δικονομίας, τομ. Β΄, 2003, άρθρο 105, σελ. 195-201∙ βλ. όμως αντίθ. Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 105, σελ. 894-895.
[116] Βλ. έτσι και ΓνωμΕισΑΠ (Π.Βέρροιου) 6/2004, ΠοινΔικ (2004), 685, ΠοινΛογ (2004), 918). Βλ. σχετ. και Γ.Συλίκο, ό.π., άρθρο 105, σελ. 207.
[117] Έτσι ΑΠ 1333/2006, ΠοινΛογ (2006), 1269, ΑΠ 978/2004, ΠοινΛογ (2004), 1252, ΑΠ 976/2004, ΠοινΔικ (2004), 1350, ΠοινΛογ (2004), 1245, ΑΠ 622/2003, ΠοινΛογ (2003), 640, ΑΠ 599/2003, ΠοινΛογ (2003), 615, ΝοΒ (51/2003), 1964, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 438, σημ. 6 και σελ. 439, Χ.Χριστοφορίδης, ο κατηγορούμενος και η υπεράσπισή του, ΠοινΧρ (Ν/2000), σελ. 868∙ πρβλ και ΑΠ 104/2003, NOMOS, ΑΠ 2039/2002, ΠοινΛογ (2002), 2378. Βλ. όμως αντίθ. στη θεωρία Γ.Δημήτραινα, παρατηρήσεις στη ΔιατΕισΕφΛαρ (Π.Ψάνη) 44/2001, Αρμ (2002), σελ. 102 και 103, Ε.Κριτσέλη, τα δικαιώματα του κατ’ άρθρον 72 εδ. γ΄ ΚΠΔ «κατηγορουμένου» στην ποινική προδικασία-νομολογιακή επισκόπηση δικονομικών ακυροτήτων, ΠοινΔικ (2004), σελ. 1182.
[118] Βλ. έτσι σχετικά με τις καταθέσεις του κατηγορουμένου στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης ΑΠ 959/2003, ΠοινΛογ (2003), 1041, ΣυμβΑΠ 1918/2001, ΠοινΛογ (2001), 2395, ΑΠ 2039/2002, ΠοινΛογ (2002), 2378.
[119] Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 442, Δ.Συμεωνίδης, απαγόρευση αυτοενοχοποίησης και αποδεικτική αξιοποίηση μαρτυρικών καταθέσεων του μετέπειτα κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία, ΠοινΔικ (2004), σελ. 456.
Για το αντίστοιχο ζήτημα στα πλαίσια του άρθρου 105 ΚΠΔ βλ. ΑΠ 1315/2006, ΠοινΛογ (2006), 1238, ΑΠ 1879/2005, ΠοινΛογ (2005), 1772, ΣυμβΑΠ 761/2002, ΠοινΛογ (2002), 948, Φ.Βασιλόγιαννη, σκέψεις για το δικαίωμα του υπόπτου στη μη αυτοενοχοποίησή του, Ισοπολιτεία (2000), σελ. 102, Κ.Λυμπερόπουλο, προβληματισμοί στην πρόσφατη Ποινική Νομολογία του Αρείου Πάγου, ΠοινΛογ (2002), σελ. 897, Α.Παπαδαμάκη, σελ. 304-305, Γ.Συλίκο, κώδικας ποινικής δικονομίας, τομ. Β΄, 2003, άρθρο 105, σελ. 186, Δ.Συμεωνίδη, απαγόρευση αυτοενοχοποίησης και αποδεικτική αξιοποίηση μαρτυρικών καταθέσεων του μετέπειτα κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία, ΠοινΔικ (2004), σελ. 454 και 456-457, Π.Τσιρίδη, ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ. 57, σημ. 21, Ο.Τσόλκα, παρατηρήσεις στην ΣυμβΑΠ 92/2004, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), σελ. 205, με περαιτέρω παραπομπές. Βλ. όμως αντίθ. ΑΠ 645/2004, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), 226, ΠοινΛογ (2004), 733, ΣυμβΣτρατΞανθ 15/2001, ΠοινΛογ (2001), 639∙ πρβλ και ΣυμβΑΠ 92/2004, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), 201, ΠοινΔικ (2004), 403, ΠοινΛογ (2004), 130, ΣυμβΕφΑθ 665/1988, ΠοινΧρ (ΛΗ/1988), 318, ΣυμβΠλημΤρικ 248/2001, ΠοινΔικ (2002), 143, Δικογραφία (2002), 337, ΣυμβΣτρατΞανθ 15/2001, ΠοινΛογ (2001), 639, Ν.Ανδρουλάκη, επί του προβλήματος της προανακριτικής απολογίας, ΝοΒ (22/1974), σελ. 1349, Γ.Καλφέλη, ό.π., σελ. 181, Γ.Συλίκο, η «μαρτυροποίηση του κατηγορουμένου» ως δικαιοκρατικά σημαίνον πρόβλημα της πράξης και του λόγου του Ποινικού Δικαίου και οι ακυρότητες που προκαλούνται από την εξέταση του κατηγορουμένου ως μάρτυρα, ΠραξΛογΠΔ (2000), σελ. 93, Χ.Χριστοφορίδη, ο κατηγορούμενος και η υπεράσπισή του, ΠοινΧρ (Ν/2000), σελ. 868.
[120] Έτσι για το αντίστοιχο ζήτημα στα πλαίσια του άρθρου 105 ΚΠΔ ΑΠ 1315/2006, ΠοινΧρ (ΝΖ/2007), 609, ΠοινΛογ (2006), 1238, ΑΠ 645/2004, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), 226, ΠοινΛογ (2004), 733, ΑΠ 710/2003, ΠοινΛογ (2003), 723, ΝοΒ (52/2004), 98, ΣυμβΣτρατΞανθ 15/2001, ΠοινΛογ (2001), 639, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 105, σελ. 891∙ βλ. όμως αντίθ. Γ.Συλίκο, κώδικας ποινικής δικονομίας, τομ. Β΄, 2003, άρθρο 105, σελ. 193-194, τον ίδιο, η «μαρτυροποίηση του κατηγορουμένου» ως δικαιοκρατικά σημαίνον πρόβλημα της πράξης και του λόγου του Ποινικού Δικαίου και οι ακυρότητες που προκαλούνται από την εξέταση του κατηγορουμένου ως μάρτυρα, ΠραξΛογΠΔ (2000), σελ. 95-97.
[121] Πρβλ σχετικά με την κατάθεση στα πλαίσια αστυνομικής προανάκρισης ΑΠ 34/2003, ΠοινΛογ (2003), 67.
[122] Βλ. έτσι για το αντίστοιχο ζήτημα σχετικά με την ακύρως ληφθείσα κατάθεση του κατηγορουμένου στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης ΤριμλΠλημΤρικ 4/2001, ΠοινΧρ (ΝΑ/2001), 178, ΠοινΔικ (2001), 124, Αρμ (2001), 395, Α.Ζαχαριάδη, παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΤρικ 4/2001, Αρμ (2001), σελ. 397-398.
[123] Βλ. την άποψη αυτή σε Φ.Βασιλόγιαννη, σκέψεις για το δικαίωμα του υπόπτου στη μη αυτοενοχοποίησή του, Ισοπολιτεία (2000), σελ. 103, Α.Κονταξή, άρθρο 31, σελ. 439.
[124] Έτσι και Α.Παπαδαμάκης, ό.π., σελ. 248-249.
[125] Βλ. έτσι Λ.Μαργαρίτη, προκαταρκτική εξέταση-προανάκριση: Θεωρητικές συμβολές-πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ (2007), σελ. 602, Π.Τσιρίδη, ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ. 65.
[126] Έτσι ΣυμβΠλημΡοδ 177/2006 (με συμφ. ΕισΠροτ (Α.Παπαματθαίου)), NOMOS, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 444.
[127] Βλ. έτσι και ΣυμβΠλημΡοδ 177/2006 (με συμφ. ΕισΠροτ (Α.Παπαματθαίου)), ό.π.
[128] Έτσι ΓνωμΕισΑΠ (Ν.Μαύρου) 4/2007, ΠοινΔικ (2007), 849, Λ.Μαργαρίτης, προκαταρκτική εξέταση-προανάκριση: Θεωρητικές συμβολές-πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ (2007), σελ. 599-600.
[129] Έτσι Θ.Δαλακούρας, προκαταρκτική εξέταση: όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, ΠοινΔικ (2007), σελ. 1330-1331, Θ.Κριθαράς, το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να λαμβάνει γνώση των εγγράφων της δικογραφίας στο πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, ΠοινΔικ (2008), σελ. 172, Γ.Πεπόνης, πολιτικώς ενάγων και δικαίωμα λήψεως αντιγράφων εκκρεμούς προκαταρκτικής δικογραφίας, μετά την ισχύ του Ν. 3346/2005, ΠοινΔικ (2006), σελ. 93-94∙ βλ. έτσι και ΓνωμΕισΕφΑθ (Κ.Καρούτσου) 34745/2005, ΠοινΛογ (2005), 1051, που δέχεται περαιτέρω ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση ο πολιτικώς ενάγων έχει όλα τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται και στον ύποπτο στο άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ.
[130] Πρβλ και ΓνωμΕισΕφΑθ (Κ.Καρούτσου) 34745/2005, ό.π.
[131] Βλ. σχετ. και Ε.Κριτσέλη, η προκαταρκτική εξέταση, 2004, σελ. 61, Χ.Μπάκα, ό.π., σελ. 245, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 249, Δ.Τσάτσο/Α.Παπαδαμάκη/Κ.Χρυσόγονο, η νομιμότητα της κατ’ οίκον έρευνας και της κατάσχεσης στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης και οι συνέπειές τους στην ποινική δίκη (γνωμ.), ΠοινΔικ (2003), σελ. 815.
[132] Βλ. έτσι Ν.Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 304, Θ.Δαλακούρα, προκαταρκτική εξέταση: όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, ΠοινΔικ (2007), σελ. 1328∙ πρβλ έτσι και ΠλημΘεσ 802/1985, Αρμ (1985), 767, ΠλημΣπαρ 22/1980, ΠοινΧρ (Λ/1980), 903, ΠλημΕδ 121/1978, ΠοινΧρ (ΚΘ/1979), 81, ΠλημΣυρ 2/1978, ΠοινΧρ (ΚΗ/1978), 263, ΠλημΧίου 57/1968, ΠοινΧρ (ΙΘ/1969), 54, ΠλημΛαρ 561/1967, ΠοινΧρ (ΙΗ/1968), 373, ΠλημΠατρ 943/1965, ΠοινΧρ (ΙΣΤ/1966), 108, Ι.Ζησιάδη, ό.π., τομ. Α΄, σελ. 332, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 446, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 250, Δ.Τσάτσο/Α.Παπαδαμάκη/Κ.Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 815.
[133] Βλ. έτσι Γ.Καλφέλη, η κατάσχεση και η άρση αυτής κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και της αστυνομικής προανακρίσεως, Αρμ (1986), σελ. 200, όπου (σελ. 198-199) παραπομπές στα ισχύοντα σε Γερμανία και Γαλλία, Ι.Μανωλεδάκη, παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΘεσ 434/1971, Αρμ (1971), σελ. 1013-1014 και σε «μελέτες ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου (1968-1977)», 1978, σελ. 191 επ., Λ.Μαργαρίτη, παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΘεσ 802/1985, Αρμ (1985), σελ. 768.
[134] Βλ. σχετ. ΑΠ 1328/2003, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), 341, ΠοινΔικ (2003), 780, ΠοινΛογ (2003), 1504, ΝοΒ (52/2004), 468, Ι.Καχριμάνη, ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις και προβληματισμοί από τη διενέργεια της ανακριτικής πράξης της έρευνας (άρθρα 253-259 ΚΠΔ), ΠοινΔικ (2007), σελ. 763, Ε.Κριτσέλη, τα δικαιώματα του κατ’ άρθρον 72 εδ. γ΄ ΚΠΔ «κατηγορουμένου» στην ποινική προδικασία-νομολογιακή επισκόπηση δικονομικών ακυροτήτων, ΠοινΔικ (2004), σελ. 1183, Λ.Μαργαρίτη, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 347, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 250-251, Γ.Τριανταφύλλου, η ρύθμιση και η λειτουργία των ερευνών κατά τον κώδικα ποινικής δικονομίας, 1993, σελ. 124 επ., Δ.Τσάτσο/Α.Παπαδαμάκη/Κ.Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 815∙ πρβλ και Α.Καρρά, ό.π., αριθ. 512, σελ. 474, σημ. 108, Π.Μπρακουμάτσο, κατ’ οίκον έρευνα, διάσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης, ΠοινΧρ (ΛΗ/1988), σελ. 155.
[135] Δ.Τσάτσος/Α.Παπαδαμάκης/Κ.Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 816∙ βλ. σχετ. και Ι.Καχριμάνη, ό.π., σελ. 761.
[136] Έτσι Θ.Δαλακούρας, προκαταρκτική εξέταση: όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, ΠοινΔικ (2007), σελ. 1328∙ πρβλ όμως αντίθ. Π.Χριστοφοράκο, περί της de kege ferenda δυνατότητας του Εισαγγελέα να ενεργεί ο ίδιος στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης ή να παραγγέλλει στους ανακριτικούς υπαλλήλους την διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας, ΠοινΧρ (ΝΖ/2007),σελ. 768.
[137] Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 446, Ε.Κριτσέλη, η προκαταρκτική εξέταση, 2004, σελ. 61, Α.Παπαδαμάκης, ό.π., σελ. 249, Δ.Τσάτσος/Α.Παπαδαμάκης/Κ.Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 815.
[138] Το ίδιο ζήτημα αντιμετωπίζεται και στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης και οι λύσεις που δίνονται από τις δύο πρώτες απόψεις, στις οποίες γίνεται αναφορά στη συνέχεια, είναι κοινές. Διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος στα δύο αυτά στάδια (προκαταρκτικής εξέτασης και αστυνομικής προανάκρισης) προτείνεται από την τρίτη-ενδιάμεση άποψη.
[139] Βλ. έτσι ΣυμβΠλημΑθ 3788/2004, ΠοινΔικ (2004), 1124, ΣυμβΠλημΔραμ 30/1995, Αρμ (1995), 680 (με συμφ. ΕισΠροτ (Ζ.Μουράτη)), ΣυμβΠλημΔραμ 166/1993, αδημ. (παραπέμπεται από τη ΣυμβΠλημΔραμ 30/1995), ΣυμβΠλημΡοδοπ 21/1990, Υπερ (1991), 708, ΣυμβΠλημΡοδοπ 20/1990, Υπερ (1991), 705 (με συμφ. ΕισΠροτ (Δ.Νάιντου)), ΣυμβΠλημΘεσ 2131/1987, Αρμ (1987), 967 (με συμφ. ΕισΠροτ (Ε.Ζαχαρή)), ΣυμβΠλημΘεσ 802/1985, Αρμ (1985), 767, ΣυμβΠλημΣυρ 2/1978, ΠοινΧρ (ΚΗ/1978), 263, ΣυμβΠλημΑρ 25/1976, ΠοινΧρ (ΚΣΤ/1976), 422, ΣυμβΠλημΒολ 186/1974, ΠοινΧρ (ΚΕ/1975), 233 (με συμφ. ΕισΠροτ (Δ.Γιαμουζή)), ΣυμβΠλημΜεσολ 6/1971, ΠοινΧρ (ΚΑ/1971), 175, ΣυμβΠλημΡοδ 129/1969, ΠοινΧρ (Κ/1970), 140, ΣυμβΠλημΧίου 57/1968, ΠοινΧρ (ΙΘ/1969), 54, ΣυμβΠλημΛαρ 561/1967, ΠοινΧρ (ΙΗ/1968), 373, ΣυμβΠλημΠατρ 943/1965, ΠοινΧρ (ΙΣΤ/1966), 108, ΣυμβΠλημΣαμ 20/1959, ΠοινΧρ (Ι/1960), 489, ΣυμβΠλημΑθ 561/1954, ΠοινΧρ (Δ/1954), 151, Α.Μπουρόπουλο, άρθρο 268, σελ. 349-350, τον ίδιο, παρατηρήσεις στην ΣυμβΠλημΑθ 561/1954, ΠοινΧρ (Δ/1954), σελ. 151-152∙ πρβλ και ΑναφΕισΠρωτΑθ (Θ.Σβωλόπουλου) ΣΤ-88-6442/1988, ΑρχΝ (1990), 401, Α.Κονταξή, άρθρο 43, σελ. 506, Δ.Τσάτσο/Α.Παπαδαμάκη/Κ.Χρυσόγονο, η νομιμότητα της κατ’ οίκον έρευνας και της κατάσχεσης στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης και οι συνέπειές τους στην ποινική δίκη (γνωμ.), ΠοινΔικ (2003), σελ. 816.
[140] Βλ. σχετικά με την άποψη αυτή ΔιατΕισΠρωτΘηβ (Δ.Μαραγιάννη) 45/1997, ΑρχΝ (1998), 304, ΔιατΕισΠλημΛαρ (Ε.Κοντακσή) 4/1992, Υπερ (1992), 673, ΔιατΕισΠλημΡοδ (Δ.Χριστόπουλου) 74/1987, ΠοινΧρ (ΛΗ/1988), 147, ΔιατΕισΠλημΚερκ (Χ.Μυλωνά-Βακαλοπούλου) 92/1987, ΠοινΧρ (ΛΖ/1987), 845, Ι.Ζησιάδη, ό.π., τομ. Α΄, σελ. 332, Α.Καρρά, ό.π., αριθ. 524, σελ. 484, Α.Στάικο, ό.π., άρθρο, 310, σελ. 331 επ.
[141] Βλ. έτσι Γ.Καλφέλη, η κατάσχεση και η άρση αυτής κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και της αστυνομικής προανακρίσεως, Αρμ (1986), σελ. 203.
[142] Βλ. έτσι ΣυμβΠλημΘεσ 434/1971, Αρμ (1971), 1011, Ι.Μανωλεδάκη, παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΘεσ 434/1971, Αρμ (1971), σελ. 1013-1014 και σε «μελέτες ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου (1968-1977)», 1978, σελ. 191 επ., Λ.Μαργαρίτη, παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΘεσ 802/1985, Αρμ (1985), σελ. 768.
[143] Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 35, σελ. 465, Γ.Κουβέλης, προβλήματα από την εφαρμογή του άρθρ. 35 ΚΠΔ, ΠοινΧρ (Μ/1990),σελ. 236 και 239. Βλ. επίσης και Ν.Ανδρουλάκη, απόρρητο τραπεζικών καταθέσεων, σειρά «ΠΟΙΝΙΚΑ», τευχ. 26, 1988, σελ. 64∙ πρβλ και Β.Μακρή, παρεμβάσεις στην προδικασία για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης, ΠοινΔικ (2002), σελ. 71, Κ.Σταμάτη, ό.π., σελ. 259-260.
[144] Βλ. έτσι Α.Κωνσταντινίδη, η νομιμότητα ενός «πορίσματος» έξω από την εισαγγελική πρακτική, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), σελ. 1318∙ πρβλ έτσι και ΕισΠροτ (Γ.Ζορμπά) στην ΕφΑθ 754/1991, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 918 επ. (921).
[145] Για το ζήτημα αυτό βλ. και Χ.Σεβαστίδη, τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2004, σελ. 19.