Κυριακή 10 Μαΐου 2009



Παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΝαυπλ (πλημμελημάτων) 583/2007
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποινική Δικαιοσύνη (2009), σελ. 172 επ.)

Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης

Η ΤριμΕφΝαυπλ 583/2007 ασχολήθηκε με το ζήτημα της πορείας της υπόθεσης σε περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώσει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αναρμόδιο, διότι η υπόθεση υπαγόταν σε δικαστήριο κατώτερο του πρωτοβαθμίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την απόφαση αυτή, τα πραγματικά περιστατικά είχαν ως εξής: οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν αρχικά στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου για να δικαστούν για τα εγκλήματα της κλοπής και της απόπειρας κλοπής, που φέρεται ότι τέλεσαν κατά συναυτουργία και τελικά κρίθηκαν ένοχοι. Στη συνέχεια, οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής και η υπόθεση εισήχθη στο Τριμελές Εφετείο (πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Όπως προκύπτει από την απόφαση του ΤριμΕφΝαυπλ οι κατηγορούμενοι δεν προέβαλαν ως ειδικό λόγο έφεσης την (καθ’ ύλη) αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι κατηγορούμενοι προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αναρμόδιο, διότι όπως προέκυπτε από το ίδιο το κλητήριο θέσπισμα, που τους επιδόθηκε, η υπόθεση δεν αφορούσε σε απλή κλοπή, αλλά σε αγροτική κλοπή και επομένως αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ. Β΄ ΚΠΔ ήταν το μονομελές και όχι το τριμελές πλημμελειοδικείο. Και μάλιστα, οι κατηγορούμενοι ζήτησαν αφενός να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αφετέρου να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, προκειμένου η υπόθεση να δικαστεί εκ νέου σε πρώτο βαθμό. Η ΤριμΕφΝαυπλ 583/2007 δέχθηκε τον ισχυρισμό αυτό των κατηγορουμένων και αφού ακύρωσε την προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση στη συνέχεια παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου. Ειδικότερα, η σχολιαζόμενη απόφαση κατέληξε στην κρίση της αυτή ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 121 και 502 παρ. 3 ΚΠΔ, δεχόμενη ότι εφόσον πράγματι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αναρμόδιο, διότι η υπόθεση υπαγόταν στην αρμοδιότητα κατώτερου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και δεδομένου ότι η έφεση δεν ασκήθηκε για αναρμοδιότητα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε καμία περίπτωση δεν είχε αρμοδιότητα να κρίνει την ουσία της υπόθεσης, αλλά έπρεπε να παραπέμψει την υπόθεση στο καθ’ ύλη αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό δικαστήριο. Σχετικά με τα ζητήματα που απασχόλησαν την απόφαση αυτή πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις:
Πρώτον, η έρευνα της καθ’ ύλη αρμοδιότητας είναι για το δικαστήριο υποχρεωτική, διότι οι σχετικές με την καθ’ ύλη αρμοδιότητα διατάξεις είναι δημοσίας τάξης και αφορούν το δημόσιο συμφέρον (Κ.Βουγιούκας, ποινικόν δικονομικόν δίκαιον, τομ. Ι, 1988, σελ. 139, Χ.Δέδες, ποινική δικονομία, 9η έκδ. (1990), σελ. 176, Α.Κονταξής, κώδικας ποινικής δικονομίας, δ΄ έκ. (2006), άρθρο 120, σελ. 956, Α.Μπουρόπουλος, ερμηνεία του κώδικος ποινικής δικονομίας, β΄ έκδ. (1957), άρθρο 120, σελ. 173). Επίσης, γίνεται παγίως δεκτό ότι οι περί αρμοδιότητας διατάξεις δεν μπορούν να τροποποιηθούν ούτε με συμφωνία των διαδίκων (Ι.Ζησιάδης, ποινική δικονομία, γ΄ έκδ. (1976), τομ. Α΄, σελ. 590, Λ.Μαργαρίτης, ΠοινΔικ (2005), σελ. 181, Α.Μπουρόπουλος, ό.π., άρθρο 120, σελ. 173, Α.Τούσης, κώδιξ ποινικής δικονομίας, γ΄ έκδ. (1981), άρθρο 120, σελ. 198). Σε αντίθεση με την κατά τόπο αναρμοδιότητα, η καθ’ ύλην αναρμοδιότητα μπορεί να προταθεί σε κάθε στάδιο της ποινικής δίκης και σε κάθε βαθμό. Επομένως, η κήρυξη της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας μπορεί να γίνει είτε πριν είτε και μετά την έναρξη της συζήτησης, αλλά πάντως μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ενοχής.
Δεύτερον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 120 και 121 ΚΠΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει την καθ’ ύλην αρμοδιότητα τόσο του ίδιου όσο και του πρωτοβάθμιο δικαστηρίου. Η έρευνα της δικής του αρμοδιότητας (εάν δηλαδή είναι αρμόδιο για εκδίκαση εφέσεως κατά αποφάσεων, που προέρχονται από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) ενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 120 ΚΠΔ και στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι η υπόθεση εισήχθη στο κατά την εισαγωγή αρμόδιο δικαστήριο, η έφεση κατά των αποφάσεων του οποίου υπάγεται σ’ αυτό (ολΑΠ 10/2005, ΠοινΧρ (ΝΣΤ/2006), 120, ΠοινΔικ (2006), 132, ΑΠ 74/2007, ΠοινΧρ (ΝΖ/2007), 923, ΣυμβΑΠ 2075/2004, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), 750, ΠοινΔικ (2005), 379 (περίλ.)). Η έρευνα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου γίνεται με βάση το άρθρο 121 ΚΠΔ.
Τρίτον, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 119 ΚΠΔ ο προσδιορισμός της καθ’ ύλη αρμοδιότητας πρέπει να γίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα, ανάλογα εάν η παραπομπή στο ακροατήριο γίνεται με βούλευμα ή με απευθείας κλήση αντίστοιχα. Εφόσον, λοιπόν, με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά η αξιόποινη πράξη (όπως εισάγεται) υπάγεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου από εκείνο στο οποίο εισάγεται, το δικαστήριο οφείλει πριν την έναρξη της συζήτησης να κηρυχθεί αναρμόδιο και να ενεργήσει όσα ειδικότερα προβλέπονται στο άρθρο 120 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ, δίχως να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται στην πράξη από το παραπεμπτικό βούλευμα ή το κλητήριο θέσπισμα (βλ. σχετ. ΑΠ 711/1999, ΝοΒ (47/1999), 1461 (περίλ.), ΑΠ 267/1963, ΠοινΧρ (ΙΓ/1963), 561, ΤριμΕφΘεσ 72/2000, Υπερ (2000), 848, ΤριμΕφΠατρ 235/1996, Αρμ (1997), 569, ΠλημΝαυπλ 1118/1979, ΠοινΧρ (ΚΘ/1979), 705, Κ.Βουγιούκα, ό.π., τομ. Ι, σελ. 116, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 119, σελ. 952, Α.Μπουρόπουλο, ό.π., άρθρο 119, σελ. 172). Μάλιστα, την υποχρέωση αυτή έχει το δικαστήριο και όταν η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα κατώτερου (από το επιληφθέν) δικαστηρίου, καθώς όπως ορθά γίνεται δεκτό κανένα ποινικό δικαστήριο δεν έχει γενική αρμοδιότητα, ενώ η παρ. 2 του άρθρου 119 ΚΠΔ προϋποθέτει καταρχήν αρμοδιότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου με βάση τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία γίνεται η παραπομπή στο ακροατήριο και απόδειξη -μετά τη συζήτηση της υπόθεσης- διάπραξης εγκλήματος υπαγόμενου σε δικαστήριο κατώτερου του επιληφθέντος (βλ. σχετ. ΑΠ 260/1963, ΠοινΧρ (ΙΓ/1963), 554, ΤριμΕφΠατρ 235/1996, Αρμ (1997), 569, ΤριμΠλημΘεσ 15786/2001, ΠοινΔικ (2002), 139, ΠλημΚαβ 1273/1972, ΠοινΧρ (ΙΓ/1963), 554, Κ.Βουγιούκα, ό.π., τομ. Ι, σελ. 116, Χ.Δέδε, ό.π., σελ. 176, Ι.Ζησιάδη, ό.π., τομ. Α΄, σελ. 589, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 119, σελ. 953, Α.Μπουρόπουλο, ό.π., άρθρο 119, σελ. 172-173, Α.Τριανταφύλλου, η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων, 2005, σελ. 156). Διαφορετική, πάντως, είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος όταν η αναρμοδιότητα προκύπτει μετά την έναρξη της συζήτησης και αντιμετωπίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 119 ΚΠΔ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διάταξη αυτή εάν αποδειχθεί από τη συζήτηση στο ακροατήριο ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε άλλο έγκλημα από εκείνο, για το οποίο παραπέμφθηκε, το οποίο ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου (άρα δεν είναι αναγκαίο να πρόκειται για ελαφρύτερο έγκλημα), το επιληφθέν δικαστήριο δεν κηρύσσεται αναρμόδιο, αλλά παραμένει αρμόδιο και δικάζει κατ’ ουσία την υπόθεση (ΑΠ 711/1999, ΝοΒ (47/1999), 1461 (περίλ.), ΤριμΠληΞανθ 438/2006, ΠοινΔικ (2007), 13, ΜονΠλημΣαμ 69/1971, ΠοινΧρ (ΚΒ/1972), 325, Α.Κονταξής, άρθρο 119, σελ. 953). Η αρμοδιότητα αυτή του δικάζοντος δικαστηρίου πρέπει να θεωρηθεί για το δικαστήριο δεσμευτική-υποχρεωτική, με την έννοια ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να παραπέμψει στο κατώτερο δικαστήριο (βλ. όμως αντίθ. Α.Στάικο, επίτομος ερμηνεία ελληνικής ποινικής δικονομίας, 1951, άρθρο 119, σελ. 506, ο οποίος θεωρεί ότι η αρμοδιότητα επαφίεται στην περίπτωση αυτή στη διακριτική εξουσία του δικάζοντος δικαστηρίου). Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου, να προκύπτουν από τη συζήτηση της υπόθεσης και να είναι διάφορα των πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία έγινε η παραπομπή στο ακροατήριο, διότι σε διαφορετική περίπτωση (όταν δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου αναγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο θέσπισμα) το δικαστήριο εφαρμόζοντας την παρ. 1 του άρθρου 119 ΚΠΔ είναι υποχρεωμένο να κηρύξει την αναρμοδιότητά του, ακόμα και εάν η εσφαλμένη παραπομπή στο ανώτερο δικαστήριο οφείλεται σε προφανή παραδρομή (ΠεντΕφΘεσ 414/2005, ΠοινΔικ (2005), 697, Αρμ (2005), 762, Μ.Παπαδογιάννης, ερμηνεία και νομολογία κατ’ άρθρον του κώδικος ποινικής δικονομίας, 1981, άρθρο 119, σελ. 253, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 154). Σε περίπτωση, όμως, που από τη συζήτηση προκύψει βαρύτερος χαρακτήρας της πράξης ή ιδιότητα του κατηγορουμένου ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας και επομένως αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου, το ήδη επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να κηρυχθεί αναρμόδιο και θα ενεργήσει όσα ορίζονται στο άρθρο 120 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ (βλ. και ΑΠ 2454/2003, ΠοινΛογ (2003), 2613, ΤριμΠλημΠειρ 248/2002, παραπέμπεται από Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 158-159, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 119, σελ. 953-954). Η διάταξη αυτή του άρθρου 119 παρ. 2 ΚΠΔ συνιστά εξαίρεση του γενικού κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 120 ΚΠΔ και υπηρετεί την οικονομία της δίκης (Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 153∙ πρβλ και Λ.Μαργαρίτη, γνωμοδότηση επί της ΤριμΠλημΘεσ 15786/2001, ΠοινΔικ (2002), σελ. 140). Πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι όσα αναφέρθηκαν αμέσως πιο πάνω προϋποθέτουν ότι με βάση τα αποδειχθέντα από τη συζήτηση πραγματικά περιστατικά θα είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας και η καταδίκη του κατηγορουμένου για διαφορετικό έγκλημα από εκείνο για το οποίο αρχικά παραπέμφθηκε∙ σε διαφορετική περίπτωση, όταν η πράξη που αποδείχθηκε ότι τελέστηκε είναι εντελώς διάφορη κατά τα συνιστώντα αυτή πραγματικά περιστατικά από την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (όταν δηλαδή πρόκειται για περίπτωση ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας), δεν είναι δυνατή ούτε η εκδίκαση της υπόθεσης από το επιληφθέν δικαστήριο (κάτι τέτοιο θα προκαλούσε απόλυτη ακυρότητα και θα καθιστούσε την απόφαση αναιρετέα κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α΄ ΚΠΔ) ούτε η παραπομπή λόγω αναρμοδιότητας σε άλλο ανώτερο δικαστήριο, αλλά θα πρέπει το επιληφθέν δικαστήριο να κηρύξει τον κατηγορούμενο αθώο και να διαβιβάσει κατ’ άρθρο 38 ΚΠΔ σχετική έκθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα για τη διερεύνηση της διάπραξης του διάφορου εγκλήματος που προέκυψε από τη συζήτηση της υπόθεσης (έτσι Π.Καίσαρης, κώδιξ ποινικής δικονομίας, τομ. Β΄, άρθρο 119, σελ. 1478, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 120, σελ. 957, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 153-154, Α.Μπουρόπουλος, παρατηρήσεις, ΠοινΧρ (Β/1952), σελ. 563-564).
Τέταρτον, το εδ. α΄ του άρθρου 121 ΚΠΔ ρυθμίζει την περίπτωση, κατά την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώνει καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου λόγω εκδίκασης από αυτό υπόθεσης που υπάγεται στην αρμοδιότητα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή στην αρμοδιότητα κατώτερου από το πρωτοβάθμιο δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητα, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη με έφεση πρωτόδικη απόφαση και να δικάσει το ίδιο (δηλαδή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο) ανέκκλητα την υπόθεση κατ’ ουσία (βλ. σχετ. και ΑΠ 1192/2007, ΠοινΧρ (ΝΗ/2008), 334). Με τη διάταξη αυτή κάμπτεται η αρχή της κρίσεως των δύο βαθμών, δηλαδή επέρχεται ανάλωση των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε μία δίκη (βλ. σχετ. ΑΠ 124/1988, ΠοινΧρ (ΛΗ/1988), 596, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 121, σελ. 1504). Η ρύθμιση αυτή, που συντελεί αναμφίβολα στην ταχεία εκδίκαση της υπόθεσης, προκαλεί αμφισβητήσεις ως προς τη δεσμευτικότητά της. Ειδικότερα, κατά μία άποψη στην περίπτωση της καθ’ ύλη αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για το λόγο ότι η υπόθεση υπάγεται (σε πρώτο βαθμό) στην αρμοδιότητα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα εφέσεως στον κατηγορούμενο (εννοείται εφόσον πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση όλες οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος), διότι σε διαφορετική περίπτωση ο κατηγορούμενος στερείται του νόμιμου δικαστή (Α.Καρράς, ποινικό δικονομικό δίκαιο, γ΄ έκδ. (2007), αριθ. 166, σελ. 155∙ πρβλ και Θ.Δαλακούρα, ποινική δικονομία (βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης), τομ. Α΄, 2003, σελ. 103, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 121, σελ. 967), άποψη που δεν φαίνεται ορθή, αφού η αρμοδιότητα του συγκεκριμένου δικαστηρίου προβλέπεται από ρητή και αφηρημένη διάταξη νόμου. Κατ’ άλλη, όμως, άποψη, που κρίνεται πειστικότερη και ορθή, η ρύθμιση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5 ΔΣΑΠΔ (Ν. 2462/1997), που καθιερώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου, που κρίνεται ένοχος, για επανεκδίκαση της υπόθεσής του από ανώτερο δικαστήριο (Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 185-186∙ βλ. αναλυτικά για τη ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 5 ΔΣΑΠΔ Λ.Μαργαρίτη, ποινική δικονομία (ένδικα μέσα), τομ. Ι, γ΄ έκδ. (2005), σελ. 39 επ.) και για το λόγο αυτό το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην περίπτωση του άρθρου 121 εδ. α΄ ΚΠΔ πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν δικάζει ανέκκλητα. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το ΣχΚΠ (Μανωλεδάκη) προβλέπει στο άρθρο 37 ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάζει ανέκκλητα την υπόθεση μόνο στην περίπτωση που αυτή υπαγόταν σε κατώτερο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ενώ στην περίπτωση που υπαγόταν στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου που δικάζει την έφεση, η εκδίκαση γίνεται σε πρώτο βαθμό, δηλαδή επιτρέπεται η άσκηση έφεσης (βλ. σχετ. Ι.Μανωλεδάκη, το σχέδιο του νέου κώδικα ποινικής δικονομίας, 1996, σελ. 70). Κατά την εφαρμογή της διάταξης αυτής (εδ. α΄) γεννήθηκε το ερώτημα ποια θα είναι η συνέπεια σε περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώσει καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και προχωρήσει στην κατ’ ουσία έρευνα της υπόθεσης, δίχως προηγουμένως να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση. Κατά μία άποψη η παράλειψη αυτή του δικαστηρίου δεν προκαλεί καμία ακυρότητα ούτε ιδρύει λόγο αναίρεσης για καθ’ ύλη αναρμοδιότητα με το σκεπτικό ότι και σε περίπτωση ακύρωσης της πρωτόδικης απόφασης στο ίδιο αποτέλεσμα θα κατέληγε (ΑΠ 838/1998, ΠοινΧρ (ΜΘ/1999), 441, ΔΕΕ (1999), 449, ΑΠ 443/1995, ΝοΒ (44/1996), 85 (:η οποία επιπλέον δέχεται ότι μόνη η παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης), ΑΠ 480/1974, ΠοινΧρ (ΚΔ/1974), 743, ΑΠ 1073/1972, ΠοινΧρ (ΚΓ/1973), 265, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 121, σελ. 966). Η αντίθετη, όμως, άποψη δέχεται ότι σε μία τέτοια περίπτωση ιδρύεται λόγος αναίρεσης για καθ’ ύλη αναρμοδιότητα (ολΑΠ 269/1976 (με αντίθ. μειοψ.), ΠοινΧρ (ΚΣΤ/1976), 714, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 184).
Πέμπτον, το εδ. β΄ του άρθρου 121 ΚΠΔ ρυθμίζει «κάθε άλλη περίπτωση» που δεν υπάγεται στη ρύθμιση του εδ. α΄. Έτσι, στη ρύθμιση του εδ. β΄ υπάγονται οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώνει καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου λόγω εκδίκασης από αυτό υπόθεσης που υπάγεται είτε στην αρμοδιότητα ανώτερου από το δευτεροβάθμιο δικαστηρίου (πρβλ ΑΠ 823/1989, ΠοινΧρ (Μ/1990), 194) ΝοΒ (37/1989), 1260, ΕφΚρητ 304/1973, ΠοινΧρ (ΚΓ/1973), 748) είτε σε ειδική ποινική δικαιοδοσία, όπως για παράδειγμα στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων Ανηλίκων, των στρατιωτικών δικαστηρίων, του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 Συντ. Στην πρώτη από τις περιπτώσεις αυτές (αρμοδιότητα ανώτερου δικαστηρίου από το δευτεροβάθμιο) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητα, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη με έφεση πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας ταυτόχρονα όσα προβλέπονται στο άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ (ΕφΚρητ 304/1973, ΠοινΧρ (ΚΓ/1973), 748). Μάλιστα, η γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 121 εδ. β΄ ΚΠΔ δίνει αρχικά την εντύπωση ότι τη δυνατότητα αυτή (παραπομπής στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο και όχι στον εισαγγελέα) έχει και το μονομελές πλημμελειοδικείο, όταν δικάζει έφεση κατά απόφασης του πταισματοδικείου, καθώς η διάταξη του άρθρου 121 εδ. β΄ ΚΠΔ ορίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενώ παράλληλα παραπέμπει μόνο στην παρ. 2 και όχι (και) στην παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ. Ορθότερο, πάντως, είναι να δεχτούμε ότι στην περίπτωση του μονομελούς δικαστηρίου, όταν αυτό δικάζει κατ’ έφεση, εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ τόσο κατά το σκέλος που ορίζει ότι το δικαστήριο αυτό πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα όσο και κατά το σκέλος που προβλέπει την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης (πρβλ και Α.Στάικο, ό.π., άρθρο 121, σελ. 521). Η τελευταία αυτή άποψη είναι ορθότερη, καθώς η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 2 ΚΠΔ δεν μπορεί να εφαρμοστεί ούτε αναλογικά από μονομελές δικαστήριο, αφού με βάση αυτή ασκούνται στην πραγματικότητα εξουσίες δικαστικού συμβουλίου, το οποίο ποτέ δεν μπορεί να έχει μονομελή συγκρότηση. Είναι προφανές ότι η ρύθμιση του άρθρου 121 εδ. β΄ ΚΠΔ αναφέρεται στο συνήθως συμβαίνον, ήτοι σε πολυμελή δευτεροβάθμια δικαστήρια. Περαιτέρω, σε περίπτωση, κατά την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση υπάγεται σε άλλη δικαιοδοσία (δηλαδή όχι στην τακτική ή κοινή ποινική δικαιοδοσία, αλλά σε ειδική ποινική δικαιοδοσία), οφείλει να ακυρώσει την προσβαλλόμενη με έφεση απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία για τη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. σχετ. Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 121, σελ. 965-966, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 183). Αντίθετα, σε καμία περίπτωση το δικαστήριο δεν μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο της άλλης δικαιοδοσίας (βλ. σχετ. Α.Παπαδαμάκη, ποινική δικονομία (η δομή της ποινικής δίκης), β΄ έκδ. (2004), σελ. 88, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 183). Στην περίπτωση αυτή ο αρμόδιος εισαγγελέας, της δικαιοδοσίας στην οποία υπάγεται η υπόθεση, θα ασκήσει νέα ποινική δίωξη (Α.Παπαδαμάκης, ό.π., σελ. 88 και 90, Α.Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 183).
Έκτον, το άρθρο 502 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζει τις ενέργειες του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, σε περίπτωση άσκησης έφεσης για (καθ’ ύλην) αναρμοδιότητα. Η διατύπωση και οι λύσεις που δίνονται με τη διάταξη αυτή είναι οι ίδιες με εκείνες που δίνονται με το άρθρο 121 εδ. α΄ και β΄ ΚΠΔ, για το οποίο έγινε λόγος αμέσως πιο πάνω. Επομένως, και με βάση το άρθρο 502 παρ. 3 ΚΠΔ οι ενέργειες του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι οι ίδιες με εκείνες που αναφέρθηκαν πιο πάνω κατά την ανάλυση του άρθρου 121 ΚΠΔ. Εδώ μόνο αξίζει να σημειωθεί ότι στο εδ. α΄ του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ υπάρχει η φράση «αν η έφεση ασκήθηκε για αναρμοδιότητα...», ενώ το εδ. β΄ του ίδιου άρθρου ρυθμίζει την αντίθετη σε σχέση με το εδ. α΄ περίπτωση («διαφορετικά...»). Το στοιχείο που διαφοροποιεί τις δύο περιπτώσεις (του εδ. α΄ και του εδ. β΄ του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ), όπως αντίστοιχα συμβαίνει και στην περίπτωση των εδ. α΄ και β΄ του άρθρου 121 ΚΠΔ, είναι το δικαστήριο, στο οποίο κανονικά έπρεπε να εισαχθεί και να δικαστεί σε πρώτο βαθμό η υπόθεση. Εάν κανονικά αρμόδιο ήταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή δικαστήριο κατώτερο του δικαστηρίου που δίκασε σε πρώτο βαθμό, τότε θα εφαρμοστεί το εδ. α΄ (τόσο του άρθρου 121 όσο και του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ)∙ εάν, όμως, αρμόδιο ήταν κανονικά δικαστήριο ανώτερο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστήριο που ασκεί ειδική ποινική δικαιοδοσία, τότε θα εφαρμοστεί το εδ. β΄ (τόσο του άρθρου 121 όσο και του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ). Αντίθετα, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως κριτήριο της διάκρισης των δύο εδαφίων του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ η προβολή ή μη από τον κατηγορούμενο ως λόγου έφεσης της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το σφάλμα αυτό φαίνεται να έκανε και η ΤριμΕφΝαυπλ 583/2007, που δέχθηκε ουσιαστικά ότι εφόσον δεν προβλήθηκε ως λόγος έφεσης η καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, θα εφαρμοστεί το εδ. β΄ του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ και η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Μία τέτοια ερμηνεία, όμως, είναι εσφαλμένη για τους ακόλουθους λόγους: i) δίνει ουσιαστικά τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο να καταστρατηγήσει τις περί αρμοδιότητας διατάξεις, αφού προβάλλοντας την καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για πρώτη φορά στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου θα έχει διαφορετική αντιμετώπιση από εκείνη που θα είχε εάν είχε προβάλει σχετικό λόγο έφεσης, με περαιτέρω συνέπεια να ανατρέπει την βασική αρχή, που ισχύει στην καθ’ ύλην αναρμοδιότητα και για την οποία έγινε λόγος στην αρχή, ότι οι περί αρμοδιότητας διατάξεις δεν μπορούν να τροποποιηθούν ούτε με συμφωνία των διαδίκων, αφού υπό την ερμηνεία της σχολιαζόμενης απόφασης ο κατηγορούμενος έχει ουσιαστικά σχετικό δικαίωμα επιλογής, ii) αντιμετωπίζει διαφορετικά όμοιες καταστάσεις, επιφυλάσσοντας καλύτερη τύχη στον αμελή διάδικο, αφού ουσιαστικά ο διάδικος που προτείνει τον λόγο αυτό στην έκθεση εφέσεως θα δικαστεί σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ ο διάδικος που δεν προτείνει σχετικό λόγο στην έφεσή του θα δικαστεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με περαιτέρω δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης του τελευταίου, iii) έρχεται σε λογική αντίφαση με την εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να ελέγχει αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας την αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω, αφού υπό την ερμηνεία της σχολιαζόμενης απόφασης οι ενέργειες του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εξαρτώνται αποκλειστικά από τους λόγους έφεσης που προβάλλει ο κατηγορούμενος και iv) υπό την ερμηνεία που δόθηκε από την σχολιαζόμενη απόφαση είναι προφανής η αντίφαση του άρθρου 502 παρ. 3 ΚΠΔ προς το άρθρο 121 ΚΠΔ∙ ποια, λοιπόν, θα είναι τα κριτήρια εκείνα που θα μας οδηγήσουν στην επιλογή της μιας ή της άλλης λύσης;
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η προβολή από τον κατηγορούμενο της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας ως λόγου έφεσης δεν επηρεάζει τις ενέργειες του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου∙ αυτές καθορίζονται από τα άρθρα 121 και 502 παρ. 3 ΚΠΔ με τον ίδιο τρόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου