Τρίτη 24 Μαρτίου 2009


Ο «θεσμός» της ειδικής παραγραφής και η (αντι)συνταγματικότητα του άρθρου 31 Ν. 3346/2005


Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Α.- Εισαγωγή. Τοποθέτηση του προβλήματος.
Β.- Η μη αντίθεση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 στο άρθρο 47 παρ. 4 Συντάγματος (περί αμνηστίας).
1) Εννοιολογικές διασαφηνίσεις σχετικά με τη («γενική») παραγραφή και την αμνηστία.
2) Η «ειδική παραγραφή». Ιστορική αναδρομή.
3) Η «ειδική παραγραφή» (συνέχεια). Συνιστά πράγματι «θεσμό» του ποινικού δικαίου;
4) Η «ειδική παραγραφή» του άρθρου 31 Ν. 3346/2005. Τελικά συμπεράσματα.
Γ.- Η αντίθεση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντάγματος (αρχή της ισότητας).
1) Το ακριβές περιεχόμενο της αρχής στα πλαίσια του ποινικού δικαίου. Οι υποστηριζόμενες απόψεις.
2) Η ορθή αντιμετώπιση του ζητήματος και η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 31 Ν. 3346/2005.
Δ.- Η αντίθεση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Ε.- Τελικές παρατηρήσεις.


Α.- Εισαγωγή. Τοποθέτηση του προβλήματος.
Με το άρθρο 31 Ν. 3346/2005 προβλέφθηκε η αποκαλούμενη στη θεωρία «ειδική παραγραφή» ορισμένων αδικημάτων. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή ορίζει ότι παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη α) των πταισμάτων και β) υφ’ όρον των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές, με εξαίρεση τις αναφερόμενες στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου πράξεις (ήτοι της παραβίασης υποχρέωσης για διατροφή (άρθρο 358 ΠΚ), της υποχρέωσης καταβολής αποδοχών ((Α.)Ν. 690/1945) και των υπεξαιρέσεων ευτελούς αξίας (άρθρο 377 ΠΚ) για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση), εφόσον οι πράξεις αυτές τελέστηκαν μέχρι τη δημοσίευση του Ν. 3346/2005 (ήτοι μέχρι την 17.6.2005). Παράλληλα, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι εφόσον ο υπαίτιος της περ. β΄ (ήτοι του υφ’ όρον παραγραφέντος πλημμελήματος) υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του Ν. 3346/2005 σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα, οποτεδήποτε, σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των δύο μηνών ή σε χρηματική ποινή τουλάχιστον 150 ΕΥΡΩ, συνεχίζεται κατ’ αυτού η παυθείσα ποινική δίωξη.
Η διάταξη αυτή, που παρουσιάζει ομοιότητες με ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις του παρελθόντος και μάλιστα αποτελεί αυτούσια σχεδόν επανάληψη του άρθρου 1 Ν. 1240/1982, γεννά σημαντικά ζητήματα συνταγματικότητάς της. Τα περισσότερα από τα ζητήματα αυτά είχαν αντιμετωπιστεί τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία ενόψει των αντίστοιχων παλαιότερων διατάξεων και ιδίως ενόψει του άρθρου 1 Ν. 1240/1982. Η παρούσα μελέτη αξιοποιώντας τα πορίσματα της θεωρίας και νομολογίας θα επιχειρήσει αφενός να καταγράψει τα προβλήματα που δημιουργεί η νέα αυτή διάταξη του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 αφετέρου να προσεγγίσει τη νέα διάταξη υπό το φως των διατάξεων του Συντάγματος, καθώς και των υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Β.- Η μη αντίθεση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 στο άρθρο 47 παρ. 4 Συντάγματος (περί αμνηστίας).
Η πρώτη σημαντική προβληματική αφορά στη νομική φύση της «ειδικής παραγραφής» και ειδικότερα στο εάν αυτή συνιστά ειδικό μόρφωμα ή εάν αντίθετα πρόκειται για κεκαλυμμένη αμνηστία για μη πολιτικό έγκλημα απαγορευμένη από το άρθρο 47 παρ. 4 Συντ. (κρυπτοαμνηστία). Πριν προχωρήσουμε στην έρευνα αυτή κρίνεται αναγκαία η παράθεση των γενικών χαρακτηριστικών της (γενικής) παραγραφής[1] και της αμνηστίας, καθώς και η σύντομη αναφορά σε νομοθετικές ρυθμίσεις που κατά το παρελθόν προέβλεψαν «ειδική παραγραφή» ορισμένων εγκλημάτων, ώστε να προκύψει εάν υφίσταται πράγματι διαμορφωμένος θεσμός της «ειδικής παραγραφής», ο οποίος χρήζει ενιαίας αντιμετώπισης ή εάν αντίθετα η σχετική έρευνα πρέπει να περιορίζεται σε συγκεκριμένη κάθε φορά ρύθμιση.

1. Εννοιολογικές διασαφηνίσεις σχετικά με τη («γενική») παραγραφή και την αμνηστία.
Ως παραγραφή των εγκλημάτων νοείται ο θεσμός εκείνος που οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου ενός εγκλήματος και ειδικότερα στην απόσβεση, ύστερα από παρέλευση ορισμένου χρόνου, της αξίωσης της πολιτείας να επιβάλει ποινή για το συγκεκριμένο έγκλημα[2]. Σχετικά με τη νομική φύση της παραγραφής υποστηρίχτηκαν τρεις απόψεις: η ουσιαστική, η δικονομική και η μικτή[3]. Κριτήριο διαμόρφωσης των τριών αυτών απόψεων είναι το εάν ο θεσμός αυτός ανήκει στο ουσιαστικό ή δικονομικό ποινικό δίκαιο. Απολύτως κρατούσα τόσο στη θεωρία[4] όσο και στη νομολογία[5] είναι η πρώτη, ουσιαστική άποψη[6]. Δικαιολογητικός λόγος του θεσμού της παραγραφής των εγκλημάτων είναι η αλλοίωση του «ποινικού φαινομένου» από το χρόνο και η αποδυνάμωση της ποινής ενόψει και του σκοπού αυτής, καθώς και η αποδυνάμωση του περιεχομένου ή ακόμα και η ολοκληρωτική εξαφάνιση των αποδεικτικών μέσων[7]. Εξάλλου, η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Ως αμνηστία νοείται[8] η πολιτειακή εκείνη πράξη, με την οποία εξαλείφεται το αξιόποινο αποκλειστικά και μόνο των πολιτικών εγκλημάτων[9]∙ για τα κοινά εγκλήματα η χορήγηση αμνηστίας είναι κατ’ άρθρο 47 παρ. 4 Συντ. απαγορευμένη. Η αμνηστία αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού δικαίου και ο δικαιολογητικός της λόγος συνίσταται στον κατευνασμό των πολιτικών παθών (κυρίως σε περιόδους σφοδρών εσωτερικών πολιτικοοικονομικών συγκρούσεων), στην αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και στην εξασφάλιση εσωτερικής γαλήνης της χώρας. Παρέχεται με νόμο από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών[10], αναφέρεται σε (πολιτικές) πράξεις με βάση γενικά και αφηρημένα χαρακτηριστικά (σε αντίθεση με τη χάρη που αναφέρεται σε συγκεκριμένο δράστη) και αναφέρεται σε πράξη που έχει ήδη τελεστεί και όχι μελλοντική, ανεξάρτητα από το εάν τα εγκλήματα αυτά έχουν ήδη εκδικαστεί ή όχι. Κύριο χαρακτηριστικό της αμνηστίας είναι ότι με αυτή επιδεικνύεται η «μεγαλοψυχία» της κρατούσας πολιτικής βούλησης, δίχως να εξυπηρετούνται άλλοι σκοποί (όπως αντεγκληματικής πολιτικής, επιτάχυνσης στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, κ.λ.π.)[11]. Γίνεται δεκτό ότι η εξάλειψη του αξιοποίνου ως συνέπεια της αμνηστίας έχει ως περαιτέρω αποτέλεσμα την εξάλειψη των πειθαρχικών τιμωριών και των παρεπόμενων ποινών που συνοδεύουν την (ενδεχόμενη) καταδίκη, τον μη υπολογισμό της (ενδεχόμενης) καταδίκης για πράξη που αμνηστεύθηκε για την κατάφαση της κατ’ άρθρο 88 ΠΚ υποτροπής και για τη χορήγηση της κατ’ άρθρο 99 ΠΚ αναστολής εκτελέσεως της ποινής. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι η αμνηστία δεν μπορεί να ανακληθεί ούτε χωρεί αποποίησή της από τον δράστη[12]. Παρατηρείται, όμως, εύστοχα ότι λόγω έλλειψης γενικής νομοθετικής ρύθμισης του θεσμού της αμνηστίας, σχετικά με τις προϋποθέσεις και κυρίως σε σχέση με τα αποτελέσματά του, οι προαναφερόμενες γενικές αρχές του δικαίου της αμνηστίας που έχει αποκρυσταλλώσει επαγωγικά η νομική επιστήμη «είναι ιδιαίτερα εύθραυστες, απόκειται δε πάντως στην διάκριση του εκάστοτε νομοθέτη αν θα τις ακολουθήσει ή όχι σε σχέση με την συγκεκριμένη αμνηστία που παρέχει»[13].

2. Η «ειδική παραγραφή». Ιστορική αναδρομή.
Η νομοθετική πρόβλεψη «ειδικής παραγραφής» δεν αποτελεί πρακτική των τελευταίων ετών, καθώς παρόμοιες διατάξεις περιλήφθηκαν σε πολυάριθμα νομοθετήματα, ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα. Στην παράγραφο αυτή θα επιχειρήσουμε μία σύντομη παρουσίαση των νομοθετικών αυτών προβλέψεων σε συνάρτηση με τις ισχύουσες κάθε φορά συνταγματικές διατάξεις και μία καταγραφή των θέσεων της θεωρίας και της νομολογίας, που κάθε φορά διατυπώνονταν[14].
Αρχικά ο Α.Ν. 1504/1950 «περί αναθεωρήσεως αποφάσεων των Στρατοδικείων, παροχής ευεργετημάτων εις προσερχομένους συμμορίτας, τροποποιήσεως του Νόμου 3861 και άλλων τινών διατάξεων» προέβλεψε στο άρθρο 8 αυτού την παραγραφή των αξιόποινων πράξεων και των εκδοθεισών καταδικαστικών αποφάσεων για συγκεκριμένα αδικήματα που τελέστηκαν από συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως αυτά καθορίζονταν ειδικότερα στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου. Η διάταξη αυτή, που είχε ψηφιστεί υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1927, το οποίο στο άρθρο 84 απαγόρευε τη χορήγηση αμνηστίας επί κοινών εγκλημάτων, είχε κριθεί ότι από απόψεως αποτελεσμάτων ταυτίζεται πλήρως ή τουλάχιστον ομοιάζει προς την (απαγορευμένη) αμνηστία[15].
Ακολούθως, με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1623/1951 ορίστηκε ότι «αποσβέννυται δια παραγραφής η ποινική δίωξις επί πάντων των πταισμάτων ως και των πλημμελημάτων καθ’ ων ο νόμος απειλεί ποινήν φυλακίσεως ουχί ανωτέραν του έτους ή χρηματικήν ποινήν, εφ’ όσον ταύτα διεπράχθησαν μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου», ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου εξαιρέθηκαν της «παραγραφής» αυτής τα αδικήματα της πλαστογραφίας, τοκογλυφίας και μοιχείας, οι αγορανομικές παραβάσεις και οι παραβάσεις των νόμων περί προστασίας του εθνικού νομίσματος. Και αυτή η διάταξη είχε ψηφιστεί υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1927 και θεωρήθηκε ότι εισάγει ιδιόρρυθμο θεσμό, συγγενεύοντα προς την αμνηστία[16].
Περαιτέρω, με το άρθρο 26 παρ. 1 Ν. 2058/1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως» ορίστηκε ότι «αδικήματα οιασδήποτε φύσεως πραχθέντα δια του τύπου μέχρι και της 31 Δεκεμβρίου 1951 ως και αι επί τοιούτων αδικημάτων εκδοθείσαι καταδικαστικαί αποφάσεις θεωρούνται παραγεγραμμέναι. Θεωρούνται ωσαύτως παραγραμμένα τα αδικήματα του άρθρου 247 του Ν.Π.Κ. τα τελεσθέντα μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος», ενώ η παρ. 2 του ίδιου άρθρου προέβλεπε ότι «αδικήματα ημεδαπών προβλεπόμενα υπό του Γ/1946 Ψηφίσματος και του νόμου 5060 «περί τύπου κ.λ.π.», ων η δίωξις ανεστάλη από της 27 Οκτωβρίου 1951 μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Κ.Π.Δ. θεωρούνται παραγεγραμμένα». Με τη διάταξη αυτή, που θεσπίστηκε υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1927, κρίθηκε ότι εισάγεται μέτρο που ταυτίζεται από απόψεως σκοπού με την αμνηστία[17].
Επίσης, το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.Δ. 4367/1964 «περί παραγραφής αδικημάτων τινών κ.λ.π.» όρισε ότι «αποσβέννυται δια παραγραφής η ποινική δίωξις επί πάντων των πταισμάτων ως και των πλημμελημάτων καθ’ ων ο νόμος απειλεί ποινήν φυλακίσεως ουχί ανωτέραν του έτους ή χρηματικήν ποινήν ή και αμφοτέρας, εφ’ όσον ταύτα ετελέσθησαν μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου», ενώ στην παρ. 2 προβλέφθηκε ότι «της κατά την προηγουμένην παράγραφον παραγραφής εξαιρούνται αι αγορανομικαί παραβάσεις και αι παραβάσεις των νόμων περί προστασίας του εθνικού νομίσματος, ως και αι τιμωρούμεναι με τας υπό των τελευταίων τούτων νόμων απειλουμένας ποινάς». Η διάταξη αυτή ψηφίστηκε υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1952, το οποίο δεν απαγόρευε, τουλάχιστον ρητά[18], τη χορήγηση αμνηστίας (και) επί κοινών εγκλημάτων. Κρίθηκε, λοιπόν, ότι η διάταξη αυτή δεν εισάγει (μη απαγορευμένη) αμνηστία, αλλά ειδική παραγραφή[19]. Υποστηρίχθηκε, όμως, και η θεωρητική άποψη ότι η διάταξη αυτή προσεγγίζει πλήρως το θεσμό της αμνηστίας[20].
Με το άρθρο 45 παρ. 1 στοιχ. Α΄ Ν. 2172/1993, που εισήχθη υπό την ισχύ του νέου Συντάγματος (1975/1986), ορίστηκε ότι παραγράφονται α) τα ποινικά αδικήματα του τύπου ή που τελέστηκαν δια του τύπου, β) τα ποινικά αδικήματα που τελέστηκαν δια ραδιοτηλεοπτικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και γ) τα ποινικά αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 16 Ν. 1730/1987, χωρίς πάντως να θίγονται οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί καταλήψεως ή βλάβης δημόσιας (δασικής ή μη) εκτάσεως. Επίσης, η παρ. 2 του ίδιου άρθρου προέβλεψε την παραγραφή των στερητικών της ελευθερίας ποινών που είχαν επιβληθεί αμετάκλητα για τα προαναφερόμενα αδικήματα και δεν είχαν αποτιθεί, ενώ τέλος με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίστηκε ότι οι αξιώσεις για αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που απορρέουν από τα προαναφερόμενα αδικήματα, έστω και εάν έχουν επιδικασθεί αμετάκλητα, αποσβένονται και οι σχετικές δίκες καταργούνται, ενώ η τυχόν αναγκαστική εκτέλεση που άρχισε ματαιώνεται. Είναι προφανές ότι το άρθρο 45 Ν. 2172/1993 περιέχει δύο δέσμες διατάξεων, που αφορούν αντίστοιχα στην πολιτική και ποινική δίκη σχετικά με τα προαναφερόμενα αδικήματα. Και όσον αφορά την κατάργηση των αστικών αξιώσεων που σχετίζονται με προσβολές δια του τύπου έγινε ομόφωνα δεκτό από τη θεωρία και νομολογία ότι οι σχετικές διατάξεις είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα[21]. Αντίθετα, όμως, η θεσπιζόμενη με το άρθρο 45 παρ. 1 στοιχ. Α΄ Ν. 2172/1993 «ειδική παραγραφή» των αντίστοιχων ποινικών αδικημάτων κρίθηκε από τα δικαστήρια συνταγματική, κυρίως με το αιτιολογικό ότι δεν προσέκρουε στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ, χωρίς αναφορά πάντως στο ενδεχόμενο η διάταξη αυτή να συνιστά αμνηστία ή κρυπτοαμνηστία[22]. Στην θεωρία, όμως, υποστηρίχτηκε ότι και στο πεδίο του ποινικού δικαίου η προαναφερόμενη διάταξη ήταν αντισυνταγματική, αφού με την «παραγραφή» των τελεσθέντων ποινικών αδικημάτων σχετικά με την προσβολή της προσωπικότητας τρίτων ο νόμος αποδυνάμωνε τη συνταγματική προστασία της προσωπικότητας[23].
Με το άρθρο 2 παρ. 3 Ν. 2510/1997 ορίστηκε ότι «το αξιόποινο της ανυποταξίας των υπαγόμενων στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού εξαλείφεται με παραγραφή και αίρονται όλες οι σχετικές συνέπειες». Η διάταξη αυτή κρίθηκε ότι είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα[24], δίχως πάντως να λείψουν και οι αντίθετες απόψεις[25].
Στη συνέχεια (και πάλι υπό την ισχύ του νέου Συντάγματος) το άρθρο 25 παρ. 1 Ν. 2721/1999 όρισε ότι εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων των άρθρων 290, 291 και 292 ΠΚ, που αφορούν στην παρακώλυση συγκοινωνιών, καθώς και των παραβάσεων του άρθρου 34 παρ. 12 Ν. 2696/1999 και έχουν τελεστεί προ του Μαρτίου 1997 εκ μέρους αγροτών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων με τη μορφή βίαιης διακοπής συγκοινωνιών και σε βάρος της αγροτικής και εθνικής οικονομίας, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε ότι οι τυχόν αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές διαγράφονται από το ποινικό μητρώο με απόφαση του δικαστηρίου που τις επέβαλε. Η διάταξη αυτή αρχικά κρίθηκε[26] ότι αντιβαίνει στο άρθρο 47 παρ. 3 και 4 Συντ, στη συνέχεια, όμως, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (με ισχυρή πάντως μειοψηφία-ισοψηφία) έκρινε ότι η διάταξη αυτή είναι συνταγματική[27].
Τελευταία αφήσαμε τη σχετική ρύθμιση του Ν. 1240/1982, της οποίας επανάληψη αποτελεί και η διάταξη του άρθρου 31 Ν. 3346/2005. Ειδικότερα, το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1240/1982 όρισε ότι «παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 21 Δεκεμβρίου 1981 με εξαίρεση τις πράξεις που αναφέρονται στην παρ. 6: α) των πταισμάτων και β) υφ’ όρον των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλακίσεως μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές∙ στην περίπτωση αυτή αν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των δύο μηνών ή σε χρηματική ποινή ανώτερη των σαράντα χιλιάδων δραχμών συνεχίζεται κατ’ αυτού η παυθείσα ποινική δίωξη», ενώ η παρ. 2 του ίδιου άρθρου προέβλεπε ότι «παραγράφεται επίσης το αξιόποινο και παύει υφ’ όρον η δίωξη των αξιόποινων πράξεων που έχουν τελεσθεί δια του τύπου μέχρι 21 Δεκεμβρίου 1981 ανεξαρτήτως του ύψους της απειλούμενης ποινής. Στις περιπτώσεις αυτές εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δεκαοκτώ μήνες από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο δια του τύπου αξιόποινη πράξη και καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε για την πράξη αυτή σε στερητική της ελευθερίας ποινή πάνω από τρεις μήνες συνεχίζεται κατ’ αυτού και η παυθείσα ποινική δίωξη». Στην παρ. 6 του προαναφερόμενου άρθρου οριζόταν ότι κατ’ εξαίρεση δεν ίσχυε η «ειδική παραγραφή» της παρ. 1 επί παραβάσεως α) του Ν.Δ. 3424/1955, β) του άρθρου 358 ΠΚ, γ) του Ν. 690/1945, δ) του άρθρου 377 ΠΚ για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση, ε) των άρθρων 1, 9 και 16 Ν. 2387/1920 και στ) του Α.Ν. 86/1967. Σχετικά με τη διάταξη αυτή εκφράστηκαν τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη[28] από αυτές η προαναφερόμενη διάταξη κρίθηκε ανεφάρμοστη λόγω αντίθεσής της τόσο στο άρθρο 47 παρ. 4 όσο και στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. Ειδικότερα, επισημάνθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 1240/1982 συνιστά καλυμμένη αμνηστία και όχι παραγραφή, αφού για την κατάφαση της τελευταίας θα έπρεπε αφενός να εξαρτάται το αποτέλεσμα της εξάλειψης του αξιοποίνου από την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος (έστω και περιορισμένου) αφετέρου να έχει ως δικαιολογητικό λόγο την εξασθένιση των αποδείξεων. Περαιτέρω, έγινε δεκτό από την πρώτη αυτή άποψη ότι η ρύθμιση αυτή του Ν. 1240/1982 προσβάλει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται κατηγορίες δραστών ποινικών αδικημάτων, στους οποίους επιφυλάσσεται ευνοϊκότερη μεταχείριση, αποκλειστικά και μόνο διότι τέλεσαν το αδίκημα ελάχιστες ημέρες ή και ώρες ενδεχόμενα από άλλους δράστες. Κατά τη δεύτερη, όμως, άποψη, η οποία φαίνεται να επικράτησε τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία[29], η διάταξη αυτή δεν είναι αντίθετη στο Σύνταγμα, δεδομένου ότι ούτε αμνηστία υποκρύπτει ούτε άνιση μεταχείριση εισάγει. Ειδικότερα, σύμφωνα με την άποψη αυτή δεν υποκρύπτεται αμνηστία, διότι δεν εκδηλώνεται εύνοια του νομοθέτη προς ορισμένη κατηγορία πράξεων με στόχο την καταπράυνση των παθών και την αποκατάσταση της κοινωνικής γαλήνης, αλλά αντίθετα επιδιώκεται η εφαρμογή μιας αντεγκληματικής πολιτικής και η ελάφρυνση του έργου της ποινικής δικαιοσύνης. Επίσης, διότι η αμνηστία ουδέποτε ανακαλείται σε αντίθεση με το εισαγόμενο με το Ν. 1240/1982 μέτρο που υπόκειται σε ανάκληση. Εξάλλου, κατά τη δεύτερη αυτή άποψη το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1240/1982 δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. διότι η ρύθμιση αυτή έγινε με γενικά και αφηρημένα κριτήρια, ενώ μόνο το γεγονός ότι από αυτή κάποιοι ωφελούνται και κάποιοι όχι, δεν μπορεί να ανατρέψει το συμπέρασμα τούτο.

3. Η «ειδική παραγραφή» (συνέχεια). Συνιστά πράγματι «θεσμό» του ποινικού δικαίου;
Όπως προκύπτει από την ιστορική αναδρομή σε διατάξεις που εισήγαγαν κατά καιρούς την «ειδική παραγραφή», οι προϋποθέσεις που κάθε φορά τίθενται και κυρίως τα αποτελέσματα του εισαγόμενου με τις διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις μέτρου δεν ταυτίζονται και μάλιστα πολλές φορές έρχονται σε πλήρη αντίθεση.
Ειδικότερα, ενώ η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 1240/1982 απαιτούσε η τέλεση των πράξεων, των οποίων των αξιόποινο εξαλείφεται, να έχει λάβει χώρα ορισμένο χρόνο πριν την δημοσίευση του Ν. 1240/1982 (τέλεση πράξεων μέχρι την 21.12.1981, δημοσίευση Ν. 1240/1982 την 23.3.1982) και επομένως ενώ εμφανίζεται[30] το μέτρο αυτό να ελαττώνει απλώς το χρόνο παραγραφής των προβλεπόμενων εγκλημάτων, όλες οι άλλες διατάξεις δεν απαιτούν την παρέλευση ούτε μιας ημέρας, δεδομένου ότι «παραγράφουν» τα εγκλήματα που έχουν τελεστεί μέχρι τη δημοσίευση του εκάστοτε νόμου.
Επίσης, ενώ η «ειδική παραγραφή» των αναφερόμενων στο άρθρο 1 Ν. 1240/1982 πλημμελημάτων τελεί υπό τον όρο της μη εκ νέου τέλεσης εγκλήματος εκ δόλου, η «ειδική παραγραφή» των προβλεπόμενων από την ίδια διάταξη πταισμάτων, καθώς και η «ειδική παραγραφή» που εισήγαγαν όλες οι υπόλοιπες νομοθετικές διατάξεις δεν τελούσε υπό κανένα όρο.
Περαιτέρω, ορισμένες από τις προαναφερόμενες διατάξεις περιείχαν ρητή πρόβλεψη για την τύχη των καταδικαστικών αποφάσεων που είχαν ήδη εκδοθεί επί των ρυθμιζόμενων εγκλημάτων, καθώς και για τις εγγραφές στο ποινικό μητρώο και τις λοιπές συνέπειες των καταδικαστικών αποφάσεων, ενώ σε άλλες διατάξεις δεν γινόταν σχετική αναφορά.
Τέλος, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ως δικαιολογητικός λόγος των ρυθμίσεων εμφανιζόταν (τουλάχιστον στις εισηγητικές εκθέσεις) η επιτάχυνση της ποινικής δικαιοσύνης, σε άλλες προβλήθηκε η ομαλοποίηση της κοινωνικής ζωής.
Από τα προαναφερόμενα προκύπτει, νομίζω, ότι δεν έχει διαμορφωθεί «θεσμός» του ποινικού δικαίου, τον οποίο μπορούμε να αποκαλέσουμε «ειδική παραγραφή». Και τούτο διότι απουσιάζουν από τις σχετικές διατάξεις, που ρύθμισαν κατά καιρούς το ζήτημα, τα κοινά εκείνα χαρακτηριστικά -τουλάχιστον ως προς τις προϋποθέσεις και τις έννομες συνέπειες- τα οποία θα μπορούσαν από μόνα τους να δικαιολογήσουν το εισαγόμενο κάθε φορά μέτρο και να το διακρίνουν από συγγενείς θεσμούς, όπως την αμνηστία, τη «γενική» παραγραφή, κ.λ.π. Για το λόγο αυτό κάθε διάταξη που εισάγει «ειδική παραγραφή» πρέπει να κρίνεται μεμονωμένα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε αμέσως στη συνέχεια τις ρυθμίσεις του άρθρου 31 Ν. 3346/2005.

4. Η «ειδική παραγραφή» του άρθρου 31 Ν. 3346/2005. Τελικά συμπεράσματα.
Με βάση τις προαναφερόμενες διαπιστώσεις πρέπει να γίνει δεκτό ότι προκειμένου να αποφανθούμε εάν μία διάταξη, που προβλέπει «ειδική παραγραφή», υποκρύπτει ή όχι αμνηστία, πρέπει να αναζητήσουμε την αληθινή βούληση του νομοθέτη, εάν δηλαδή με τη συγκεκριμένη διάταξη επεδίωκε την καταπράυνση των παθών και την αποκατάσταση της κοινωνικής γαλήνης, με την επίδειξη μεγαλοψυχίας ή εάν αντίθετα πρόθεσή του ήταν να πετύχει άλλους σκοπούς (όπως για παράδειγμα την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας ή την επίτευξη στόχων αντεγκληματικής πολιτικής, κ.λ.π.). Προκειμένου, μάλιστα, να αποκαλυφθεί η αληθινή αυτή βούληση του νομοθέτη μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάθε δυνατή ένδειξη. Έτσι, αρχικά η βούληση αυτή είναι δυνατόν να αποτυπώνεται στην ίδια την αιτιολογική έκθεση του νόμου που προβλέπει την «ειδική παραγραφή». Επίσης, μπορεί να προκύπτει από το εάν το μέτρο αυτό της «ειδικής παραγραφής» συνδυάζεται και με άλλες ρυθμίσεις, οι οποίες (μαζί με την «ειδική παραγραφή») κατατείνουν στον ίδιο σκοπό. Αλλά και η ίδια η διατύπωση της διάταξης, που προβλέπει την «ειδική παραγραφή», συνιστά ένα αντικειμενικό μέγεθος, που είναι σε κάθε περίπτωση κρίσιμο για τον προσδιορισμό της αληθινής βούλησης του νομοθέτη∙ εάν, δηλαδή, η σχετική διάταξη αφορά συγκεκριμένο αδίκημα ή ορισμένη κατηγορία εγκλήματος ή εάν αυτή αναφέρεται σε πράξεις που τελέστηκαν σε συγκεκριμένο χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων υπάρχει μία σοβαρή ένδειξη ότι η διάταξη αυτή υποκρύπτει αμνηστία, ενώ το αντίθετο πρέπει να γίνει καταρχήν δεκτό σε περίπτωση που η ρύθμιση αφορά σε γενικά διατυπωμένες κατηγορίες εγκλημάτων και μάλιστα στο σύνολο των πράξεων που τελέστηκαν πριν την ψήφιση του νόμου.
Αντίθετα, οι λοιπές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, καθώς και οι έννομες συνέπειες που συνδέονται κατά νόμο με την «ειδική παραγραφή» δεν είναι κρίσιμες για τη διαπίστωση της αντίθεσης της διάταξης στο άρθρο 47 παρ. 4 Συντ. Ειδικότερα, η δυνατότητα ανάκλησης της «ειδικής παραγραφής», η πάροδος ορισμένου, σύντομου χρονικού διαστήματος ως προϋπόθεση παύσης της ποινικής δίωξης, η εξάλειψη ή μη κάθε άλλης συνέπειας των τυχόν καταδικαστικών αποφάσεων, ο υπολογισμός ή μη της ενδεχόμενης καταδίκης για την κατάφαση της κατ’ άρθρο 88 ΠΚ υποτροπής και για τη χορήγηση της κατ’ άρθρο 99 ΠΚ αναστολής της ποινής, κ.λ.π. δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλή κριτήρια για τη διαπίστωση της νομικής φύσης της «ειδικής παραγραφής», αφού σε αντίθετη περίπτωση θα άνοιγε ο δρόμος για ευχερή καταστρατήγηση του άρθρου 47 παρ. 4 Συντ. από τον κοινό νομοθέτη. Τα στοιχεία αυτά, βέβαια, μπορούν να ληφθούν υπόψη και συνεκτιμηθούν για να ενισχύσουν τις διαπιστώσεις σχετικά με την αληθινή βούληση του νομοθέτη, όπως αναλύθηκε πιο πάνω.
Στην προκειμένη περίπτωση ο νομοθέτης με το άρθρο 31 Ν. 3346/2005 επιχείρησε αφενός να συμβάλλει (με προφανώς απρόσφορο κατά τη γνώμη μας μέτρο) στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας αφετέρου να λάβει μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής. Και τούτο όχι μόνο διότι η πρόθεσή του αυτή αποτυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου αυτού και στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου της Επιτροπής που επεξεργάστηκε το Σχέδιο Νόμου[31], καθώς και στον ίδιο τον τίτλο του νόμου («επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων»), αλλά κυρίως για τους ακόλουθους σημαντικούς λόγους: πρώτον, λόγω της γενικότητας της ρύθμισης αυτής, η οποία καταλαμβάνει όλα τα «ελαφρά» εγκλήματα, δίχως διάκριση με βάση τα πρόσωπα, τις συνθήκες ή το χρόνο τέλεσης[32] και τη φύση του εγκλήματος∙ δεύτερον, διότι η ρύθμιση αυτή εντάσσεται σε μία σειρά διατάξεων του Ν. 3346/2005, που συμβάλλουν στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης, κυρίως με την αποσυμφόρηση των πινακίων, καθώς και στη χάραξη αντεγκληματικής πολιτικής, όπως για παράδειγμα το άρθρο 29 για τη μετατροπή ανεκτέλεστων ποινών φυλάκισης, το άρθρο 30 για την απόλυση κρατουμένων για πλημμέλημα υπό τον όρο της ανάκλησης και το άρθρο 32 για την υφ’ όρον παραγραφή καταγνωσθεισών ποινών[33]∙ τρίτον, διότι ο Ν. 3346/2005 σε συνέχεια του Ν. 3160/2003, με σειρά διατάξεών του τροποποίησε άρθρα του ΚΠΔ, με προφανή σκοπό την επιτάχυνση της ποινικής δίκης[34]. Ενισχυτικά της πιο πάνω θέσης είναι και τα ακόλουθα χαρακτηριστικά της νέας ρύθμισης: α) δεν ωφελούνται οι συμμέτοχοι εάν είχαν διωχθεί ή τιμωρηθεί για βαρύτερο έγκλημα, β) δεν εξαφανίζονται όλες οι συνέπειες του αξιοποίνου και γ) η ευνοϊκή μεταχείριση μπορεί να ανακληθεί σε περίπτωση τέλεσης νέων εγκλημάτων υπό τους όρους της διάταξης αυτής[35]. Εξάλλου, όπως ορθά παρατηρείται[36] οι επικρατούσες κατά τη δημοσίευση του Ν. 3346/2005 πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες, δηλαδή η έλλειψη οξυμένων πολιτικών παθών, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη σκοπιμότητα χορήγησης αμνηστίας.
Με βάση τις παραπάνω αναλύσεις και επισημάνσεις καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η διάταξη του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 δεν υποκρύπτει αμνηστία και για το λόγο αυτό δεν αντίκειται στο άρθρο 47 παρ. 4 Συντ[37].

Γ.- Η αντίθεση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντάγματος (αρχή της ισότητας).
Η δεύτερη προβληματική, που απασχόλησε τη θεωρία και τη νομολογία με την ευκαιρία άλλων διατάξεων του παρελθόντος που προέβλεψαν «ειδική παραγραφή», αφορά στην ενδεχόμενη αντίθεση των σχετικών διατάξεων στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.). Πριν προχωρήσουμε στην καταγραφή των θέσεων που υποστηρίχτηκαν και στην κριτική αυτών πρέπει να διευκρινίσουμε ότι για το σχετικό προβληματισμό κρίσιμος είναι ο εντοπισμός των περιπτώσεων εκείνων που πρέπει να συγκριθούν, ώστε να καταδειχθεί η αντίθεση ή μη του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. Όπως θα έχουμε την ευκαιρία να αναφέρουμε και στην αμέσως επόμενη ενότητα, άλλοτε συγκρίνονται μεταξύ τους αποκλειστικά και μόνο τα διαφορετικής βαρύτητας εγκλήματα που τελέστηκαν πριν την θέσπιση της διάταξης της ειδικής παραγραφής και άλλοτε τα εγκλήματα που εμπίπτουν στην επίμαχη διάταξη με τα όμοιας βαρύτητας εγκλήματα που πρόκειται να τελεστούν στο μέλλον. Η επιλογή του ενός ή άλλου τρόπου ελέγχου της διάταξης του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 οδηγεί, όπως θα αναλύσουμε αμέσως στη συνέχεια, σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα.

1. Το ακριβές περιεχόμενο της αρχής στα πλαίσια του ποινικού δικαίου. Οι υποστηριζόμενες απόψεις.
Όπως είναι γνωστό το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. ορίζει ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», κατοχυρώνοντας την αρχή της ισότητας. Σχετικά με το ειδικότερο περιεχόμενο της αρχής αυτής γίνεται δεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται να ρυθμίζει σχέσεις ή καταστάσεις προσώπων, που εμφανίζουν ομοιότητα, με όμοιο τρόπο και αντίστοιχα ανόμοιες σχέσεις ή καταστάσεις με τρόπο διαφορετικό ανταποκρινόμενο στη διαφορετική τους φύση. Η αρχή αυτή βρίσκει εφαρμογή σε όλους τους κλάδους του δικαίου και επομένως και στο ποινικό δίκαιο, με την έννοια ότι οι διατάξεις που αφορούν (μεταξύ άλλων) στους όρους της ποινικής ευθύνης, στο μέτρο ευθύνης και στη θέσπιση του χρόνου παραγραφής δεν επιτρέπεται να εισάγουν αδικαιολόγητα άνιση μεταχείριση προσώπων, που διέπραξαν το ίδιο έγκλημα. Έτσι, ειδικά για το ζήτημα που εδώ μας ενδιαφέρει, μία διάταξη νόμου που διαφοροποιεί το χρόνο παραγραφής ορισμένων εγκλημάτων σε σχέση με εγκλήματα άλλης κατηγορίας, που τελέστηκαν κατά την ίδια περίοδο ή σε σχέση με εγκλήματα της ίδιας κατηγορίας που τελούνται μετά τη θέση σε ισχύ της διάταξης αυτής παραβιάζει την αρχή της ισότητας, εφόσον η κατά τα προαναφερόμενα διαφοροποίηση δεν στηρίζεται σε έναν οποιονδήποτε ουσιαστικά υποστηρίξιμο λόγο, όταν δηλαδή η διαφοροποίηση αυτή εμφανίζεται αυθαίρετη[38]. Και η αναφορά σε «έναν υποστηρίξιμο λόγο» δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά ένα συνταγματικά θεμιτό σκοπό, ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της διαφοροποίησης αυτής, η οποία για το λόγο αυτό εμφανίζεται ως πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο. Πρέπει, επίσης, να διευκρινίσουμε ότι κατά την άποψή μας η έρευνα της συνταγματικότητας του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στα πλαίσια του άρθρου 4 παρ. 1 Συντ., αλλά πρέπει να γίνει σε συνάρτηση με το (συνταγματικά κατοχυρωμένο στο άρθρο 20 παρ. 1 Συντ.) δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο. Για το λόγο αυτό η διαφοροποίηση ως προς το χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θίγει τον πυρήνα της λειτουργίας της δικαιοσύνης, δηλαδή δεν πρέπει να εισάγει μέτρο που αναιρεί την ίδια την απονομή της δικαιοσύνης.
Σε σχέση με τη συνταγματικότητα των διατάξεων που θεσπίζουν «ειδική παραγραφή» γίνεται δεκτό στη θεωρία και νομολογία ότι αυτές δεν έρχονται σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. για το λόγο ότι οι σχετικές ρυθμίσεις αφενός γίνονται με γενικά κριτήρια, είναι απρόσωπες και ισχύουν για όλους τους πολίτες, άσχετα αν συμβαίνει άλλοι να ωφελούνται και άλλοι να μην ωφελούνται απ’ αυτές αφετέρου υπηρετούν λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως αυτοί αξιολογούνται από την πολιτική βούληση της νομοθετικής εξουσίας[39]. Αντίθετα, ένα τμήμα των δικαστηρίων της ουσίας κρίνει ότι οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. άλλοτε με το αιτιολογικό ότι διαφοροποιείται ο χρόνος παραγραφής μεταξύ όμοιων πράξεων που εμπίπτουν στο χρονικό όριο εφαρμογής του νόμου (εννοείται που εισάγει την «ειδική παραγραφή») και μεταξύ πράξεων ίσης βαρύτητας και κυρίως μεταξύ των προηγούμενων πράξεων και όμοιων εγκλημάτων που διαπράττονται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού[40] και άλλοτε με το αιτιολογικό ότι η παραγραφή (πρέπει να) έχει γενικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να είναι για διαφορετική για κάθε δράστη του αυτού εγκλήματος[41].
Και οι δύο αυτές υποστηριζόμενες απόψεις δεν μας ικανοποιούν αφού αφενός χρησιμοποιούν γενικά κριτήρια και γενικές διαπιστώσεις, τα οποία, όμως, στη συνέχεια δεν προσαρμόζουν στις επίμαχες διατάξεις αφετέρου διότι δεν αναπτύσσουν τον προβληματισμό σε σχέση με τα δύο σκέλη που ήδη αναφέρθηκαν, δηλαδή σε σχέση με τα εγκλήματα άλλων κατηγοριών, που τελέστηκαν κατά την ίδια περίοδο που καλύπτουν οι επίμαχες διατάξεις και σε σχέση με εγκλήματα της ίδιας κατηγορίας που τελούνται μετά τη θέση σε ισχύ των επίμαχων διατάξεων. Η ορθή, κατά την άποψή μας, αντιμετώπιση του ζητήματος αναπτύσσεται στην αμέσως επόμενη παράγραφο.

2. Η ορθή αντιμετώπιση του ζητήματος και η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 31 Ν. 3346/2005.
Η διάταξη του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 καθιερώνει διαφορετικό χρόνο παραγραφής[42] για τα μνημονευόμενα στην παρ. 1 αυτού εγκλήματα, που τελέστηκαν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, αφενός σε σχέση με τα λοιπά εγκλήματα (συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων της παρ. 5 αυτού) που τελέστηκαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αφετέρου σε σχέση με τα εγκλήματα της ίδιας κατηγορίας, που τελούνται μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 3346/2005. Για την ορθή αντιμετώπιση του ζητήματος κρίνεται αναγκαία η χωριστή έρευνα καθεμίας από τις περιπτώσεις αυτές, προκειμένου να διαπιστωθεί η παραβίαση ή μη του άρθρου 4 παρ. 1 Συντ.
Σε σχέση με τη διαφοροποίηση του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 έναντι των λοιπών εγκλημάτων, που τελέστηκαν πριν τη δημοσίευση του νόμου αυτού, πρέπει να γίνει αρχικά δεκτό ότι αυτή στηρίζεται σε συνταγματικά θεμιτό σκοπό, ήτοι την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας. Πράγματι, η λειτουργία της δικαιοσύνης, που προστατεύεται και ρυθμίζεται από σειρά διατάξεων του Συντάγματος (άρθρα 26 παρ. 3, 87 επ. Συντ.), δεν μπορεί παρά να είναι αποτελεσματική∙ και το χαρακτηριστικό αυτό -ιδίως στα πλαίσια του ποινικού δικαίου- μπορεί να έχει μόνο όταν ο ποινικός κολασμός δεν απέχει από την τέλεση της διωκόμενης πράξης μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο στην πράξη μάλιστα προσεγγίζει το χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων. Στην προκειμένη περίπτωση η «παραγραφή» των εγκλημάτων, που υπάγονται στη ρύθμιση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005, επιφέρει, πράγματι, επιτάχυνση (προσωρινή κατά την άποψή μας) της διαδικασίας πρωτίστως ενώπιον του μονομελούς και τριμελούς πλημμελειοδικείου και σε μικρότερο βαθμό ενώπιον του τριμελούς και πενταμελούς εφετείου[43], αφού από τα πινάκια των δικαστηρίων αυτών θα αποσυρθούν κατά τη διαδικασία της παρ. 3 του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 όλες οι υποθέσεις που υπάγονται στην παρ. 1 της διάταξης αυτής. Αλλά και η εκδίκαση των εγκλημάτων αυτών, σε περίπτωση μη απόσυρσής τους από τα πινάκια των προαναφερόμενων δικαστηρίων, δεν θα απαιτήσει ιδιαίτερη ενασχόληση. Έτσι, τελικά τα δικαστήρια αυτά θα ασχοληθούν ουσιαστικά με την εκδίκαση των μη υπαγόμενων στις ρυθμίσεις του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 εγκλημάτων. Με τις σκέψεις αυτές, λοιπόν, η «θυσία» των μικρής εγκληματικότητας αξιόποινων πράξεων για χάρη της ταχείας εκδίκασης των βαρύτερων εγκλημάτων στηρίζεται σε συνταγματικά θεμιτό σκοπό. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι η διάκριση στο άρθρο 31 Ν. 3346/2005 μεταξύ των μικρής και μεγάλης εγκληματικότητας πράξεων στηρίζεται αφενός στη γενικά διαμορφωθείσα από τη θεωρία και νομολογία έννοια του «βαρύτερου εγκλήματος»[44] αφετέρου στην ειδική πρόβλεψη-εξαίρεση συγκεκριμένων εγκλημάτων (άρθρο 31 παρ. 5 Ν. 3346/2005). Η ειδική εξαίρεση των εγκλημάτων της παρ. 5 του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 από την «ειδική παραγραφή» οφείλεται στην ιδιαίτερη απαξία των εγκλημάτων αυτών και στην ανάγκη για ιδιαίτερη φροντίδα των προστατευόμενων από τις σχετικές διατάξεις εννόμων αγαθών. Περαιτέρω, σε σχέση με την προσφορότητα του μέτρου της «ειδικής παραγραφής» παρατηρούμε ότι αυτό θα επιφέρει μεν επιτάχυνση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, πλην όμως η επιτάχυνση αυτή θα είναι προσωρινή και χρονικά περιορισμένη. Η διαπίστωση αυτή, μάλιστα, δεν είναι μία απλή εκτίμηση, αλλά στηρίζεται στην εμπειρία του παρελθόντος, καθώς οι πολυάριθμες διατάξεις, για τις οποίες έγινε λόγος στην πρώτη ενότητα και οι οποίες επιχείρησαν να επιλύσουν με όμοιου περιεχομένου ρυθμίσεις το ίδιο ζήτημα, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και για το λόγο αυτό προκάλεσαν την επανειλημμένη παρέμβαση του νομοθέτη. Πάντως, στα πλαίσια της έρευνάς μας μόνη η προσωρινότητα του μέτρου δεν είναι αρκετή για την κατάφαση της παραβίασης της αρχής της ισότητας, αφού έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα επιτυγχάνεται ο συνταγματικά θεμιτός σκοπός της επιτάχυνσης της ποινικής δίκης. Επίσης, η αναγκαιότητα λήψης του μέτρου αυτού φαίνεται να είναι δεδομένη όσο ο νομοθέτης αδρανεί και δεν λαμβάνει μέτρα που θα επιλύσουν οριστικά το πρόβλημα της σημαντικής καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης. Με βάση τα προαναφερόμενα η διαφοροποίηση του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 έναντι των λοιπών εγκλημάτων, που τελέστηκαν πριν τη δημοσίευση του νόμου αυτού, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. Πρέπει, μάλιστα, να τονιστεί ότι το ζήτημα της διαφορετικής μεταχείρισης ως προς το χρόνο παραγραφής για τα εγκλήματα αυτά αφορά κυρίως τις εξαιρέσεις της παρ. 5 του άρθρου 31 Ν. 3346/2005, αφού για τα υπόλοιπα εγκλήματα δεν υφίσταται ομοιότητα των ρυθμιζόμενων περιπτώσεων, καθώς πρόκειται για διαφορετικής βαρύτητας πράξεις. Πέρα, όμως, από τις πιο πάνω διαπιστώσεις πρέπει να γίνει δεκτό η «ειδική παραγραφή» των εγκλημάτων, που υπάγονται στη ρύθμιση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005, εισάγει μέτρο που αναμφίβολα αναιρεί την ίδια τη λειτουργία της δικαιοσύνης, αποκλείοντας το δικαίωμα (τόσο του κατηγορουμένου όσο κυρίως του θιγόμενου από την παράνομη πράξη) πρόσβασης στο δικαστήριο. Τούτο γίνεται αντιληπτό εάν αναλογιστεί κανείς ότι οι πράξεις για τις οποίες εισάγεται το μέτρο της «ειδικής παραγραφής» εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται από το νομοθέτη ως ποινικά αδικήματα. Η επίμαχη διάταξη, όπως και οι αντίστοιχες του παρελθόντος, εισάγει «θεσμό αρνησιδικίας» και όχι μέτρο επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας. Και το αποτέλεσμα αυτό σε ένα κράτος δικαίου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Σε σχέση με τη διαφοροποίηση του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 έναντι των όμοιας βαρύτητας και φύσης εγκλημάτων, που πρόκειται να τελεστούν στο μέλλον (δηλαδή μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού), πρέπει να γίνει αρχικά δεκτό ότι και αυτή στηρίζεται σε συνταγματικά θεμιτό σκοπό, ήτοι την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, για όσους λόγους αναλύθηκαν αμέσως προηγούμενα. Εξάλλου, όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω σε σχέση με την προσφορότητα και αναγκαιότητα του μέτρου της «ειδικής παραγραφής» ισχύουν και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μόνο που εδώ πρέπει να γίνει η διευκρίνιση ότι η επιλογή από το νομοθέτη ενός συγκεκριμένου χρονικού σημείου ως ακραίου ορίου τέλεσης των πράξεων που υπόκεινται στην «ειδική παραγραφή» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί από μόνη της λόγο αντίθεσης της διάταξης στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.[45] Εξάλλου, η πρόβλεψη από το νομοθέτη προθεσμιών, χρόνου παραγραφής και χρονικών ορίων άσκησης δικαιωμάτων ενέχει από τη φύση της μία «αυθαιρεσία». Με βάση τα προαναφερόμενα θα μπορούσε κανείς να πει ότι και στη δεύτερη αυτή περίπτωση (όπως αντίστοιχα έγινε δεκτό στην πρώτη περίπτωση) δεν αντιμετωπίζεται ζήτημα αντίθεσης της διάταξης στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. Πλην, όμως, έχουμε την αίσθηση ότι το συμπέρασμα αυτό δεν πρέπει να γίνει αποδεκτό για το λόγο ότι στην περίπτωση αυτή τόσο τα πριν τη δημοσίευση του Ν. 3346/2005 εγκλήματα όσο και τα μετά το χρόνο αυτό εγκλήματα εμφανίζουν ομοιότητα (ορθότερα απόλυτη ταύτιση) ως προς την απαξία τους και το προστατευόμενο από τις σχετικές διατάξεις έννομο αγαθό. Αντίθετα, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην πρώτη περίπτωση τα εγκλήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 έναντι των λοιπών εγκλημάτων, που τελέστηκαν πριν τη δημοσίευση του νόμου αυτού, εμφανίζουν διαφορές είτε ως προς τη βαρύτητά τους είτε ως προς το προστατευόμενο έννομο αγαθό και την απαξία τους, δηλαδή οι διαφορές αυτές αφορούν την ίδια τη ρυθμιζόμενη σχέση. Αντίθετα, στην εξεταζόμενη εδώ περίπτωση η διαφορά των δύο κατηγοριών εγκλημάτων αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στον επιδιωκόμενο με το άρθρο 31 Ν. 3346/2005 σκοπό. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, όμως, δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσει τη διαφοροποίηση ως προς το χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων αυτών. Πέρα από την επιφύλαξή μας αυτή η σχετική ρύθμιση πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι αντισυνταγματική και για τον πρόσθετο λόγο ότι με το μέτρο αυτό αναιρείται η ίδια η λειτουργία της δικαιοσύνης, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο.

Δ.- Η αντίθεση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 στο άρθρο παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Κλείνοντας την κριτική μας στη ρύθμιση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε και στη συμφωνία της διάταξης αυτής με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και της πρόσβασης στο δικαστήριο. Ο προβληματισμός μας αυτός αφορά τις υποθέσεις εκείνες, στις οποίες αναγνωρίζεται από την εσωτερική μας νομοθεσία η δυνατότητα δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής από την πλευρά του αμέσως παθόντος, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση ο τελευταίος άσκησε το δικαίωμά του αυτό.
Το ΕΔΔΑ στην απόφασή του «Αναγνωστόπουλος κατά Ελλάδας»[46] επεσήμανε ότι εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη προσφέρει μία προσφυγή-ένδικο βοήθημα, όπως είναι η υποβολή έγκλησης με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, υποχρεούται να εξασφαλίζει ότι αυτή (προσφυγή) θα τύχει των θεμελιωδών εγγυήσεων του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Έτσι, με βάση το σκεπτικό αυτό το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για το λόγο ότι ο προσφεύγων πολιτικώς ενάγων στερήθηκε του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, καθώς λόγω παραγραφής του εγκλήματος δεν είχε τη δυνατότητα κρίσης του αιτήματός του από το ποινικό δικαστήριο.
Η πιο πάνω περίπτωση, που κρίθηκε από το ΕΔΔΑ, αφορούσε βέβαια σε κοινή παραγραφή εγκλήματος, λόγω παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τέλεση της πράξης μέχρι την εκδίκασή της. Πλην, όμως, το ζήτημα που απασχόλησε το ΕΔΔΑ στην πιο πάνω απόφασή του εμφανίζει σημαντικές ομοιότητες με την εξεταζόμενη εδώ ρύθμιση. Η (μόνη) διαφοροποίηση του λόγου που προκάλεσε την παραγραφή του εγκλήματος δεν φαίνεται αρκετή για να δικαιολογήσει αντίθετη κρίση. Έτσι, θεωρούμε ότι με τη ρύθμιση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη σε νέες καταδίκες από το ΕΔΔΑ. Έτσι, προκύπτει ότι η επιλογή του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 ήταν και από αυτή την οπτική άστοχη, καθώς ο νομοθέτης αποβλέποντας στην ταχύτερη προώθηση της ποινικής δίκης και στην εκκαθάριση των εκκρεμών ποινικών δικογραφιών παρέβλεψε το δικαίωμα των εγκαλούντων και πολιτικώς εναγόντων για πρόσβαση στη δικαιοσύνη και για μία δίκαιη δίκη, ενώ παράλληλα αγνόησε και την ποινική αξίωση της πολιτείας για εφαρμογή των ποινικών νόμων.

Ε.- Τελικές παρατηρήσεις.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε διαπιστώνει κανείς ότι πέρα από το θεωρητικό ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων που προβλέπουν «ειδική παραγραφή», αναδεικνύεται η αδυναμία της πολιτείας να αντιμετωπίσει το σοβαρό πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης. Οι αλλεπάλληλες νομοθετικές προβλέψεις «ειδικής παραγραφής» αποδεικνύουν περίτρανα αφενός την αδυναμία αυτή αφετέρου το αλυσιτελές του μέτρου αυτού, το οποίο μόνο προσωρινά μπορεί να δώσει ανακούφιση στα πινάκια των ποινικών δικαστηρίων (και κυρίως του μονομελούς και τριμελούς πλημμελειοδικείου). Εκείνο που πάντως που διερωτάται κανείς είναι εάν τελικά η εισαγωγή τέτοιων ρυθμίσεων και η αναστάτωση στο χώρο της δικαιοσύνης (τόσο λόγω της συνεχιζόμενης θεωρητικής διαμάχης σχετικά με τη συνταγματικότητα του μέτρου της «ειδικής παραγραφής» όσο και λόγω της αδυναμίας πρόσβασης στη δικαιοσύνη χιλιάδων πολιτών) έχει ως ικανό αντιστάθμισμα την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας. Στο ερώτημα αυτό ταιριάζει μόνο αρνητική απάντηση, καθώς η προσωρινή ελάφρυνση των πινακίων των ποινικών δικαστηρίων ελάχιστα έως καθόλου ικανοποιεί το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, το οποίο όμως αντίθετα πλήττεται ανεπανόρθωτα όταν μετά από μακροχρόνια ταλαιπωρία και αναμονή ο παθών (ενδεχόμενα και πολιτικώς ενάγων) φθάνει στο ακροατήριο και διαπιστώνει ότι η σε βάρος του αξιόποινη πράξη έχει «χαριστεί» από τον κοινό νομοθέτη. Τις παραμέτρους αυτές πρέπει να λάβει ιδιαίτερα υπόψη του ο έλληνας νομοθέτης, ώστε να αποφευχθούν στο μέλλον παρόμοιες νομοθετικές παρεμβάσεις, που δεν ταιριάζουν σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου.

[1] Ο όρος «γενική παραγραφή» χρησιμοποιείται στο κείμενο για να δηλώσει τον θεσμό εκείνο, που προβλέπεται από τα άρθρα 111 επ. ΠΚ, καθώς και από διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων, σύμφωνα με τον οποίο εξαλείφεται το αξιόποινο με την παρέλευση ορισμένου χρόνου και ο οποίος (θεσμός) αναφέρεται γενικά στα εγκλήματα ορισμένης κατηγορίας, ανεξάρτητα εάν αυτά τελέστηκαν κατά το παρελθόν ή πρόκειται να τελεστούν στο μέλλον, σε αντίθεση με την «ειδική παραγραφή», που αναφέρεται αποκλειστικά σε εγκλήματα που έχουν ήδη τελεστεί.
[2] Για τους ορισμούς που έχουν δοθεί σχετικά με την παραγραφή βλ. Ι.Ζησιάδη, ποινικόν δίκαιον, γενικόν μέρος, τ. Β΄, 1971, παρ. 554, σελ. 445, τον ίδιο, η ποινική παραγραφή, 1954, σελ. 3 επ., Α.Κονταξή, ποινικός κώδικας, τ. Α΄ (άρθρα 1-234), 2000, άρθρο 111, σελ. 1313, Λ.Μαργαρίτη, σε Λ.Μαργαρίτη-Ν.Παρασκευόπουλου «ποινολογία», 2000, σελ. 186 επ., Α.Τούση-Α.Γεωργίου, ποινικός κώδιξ (ερμηνεία κατ’ άρθρον), 1967, άρθρο 111, αριθ. 1, σελ. 328.
[3] Βλ. αναλυτική παράθεση των τριών αυτών θεωριών σε Ι.Ζησιάδη, η ποινική παραγραφή, 1954, σελ. 9 επ.
[4] Ι.Ζησιάδης, ό.π., σελ. 10-11, ο ίδιος, ποινικόν δίκαιον, γενικόν μέρος, τ. Β΄, 1971, παρ. 555, σελ. 446, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 111, σελ. 1314, Ι.Μανωλεδάκης, ποινικό δίκαιο-γενική θεωρία, 2004, αριθ. 1325, σελ. 1014-1015, Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 189.
[5] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 797/1997, ΠοινΧρ (ΜΗ/1998), 246, ΑΠ 1586/1995, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 1015, ΑΠ 463/1994, ΠοινΧρ (ΜΔ/1994), 619, ΑΠ 992/1993, ΠοινΧρ (ΜΓ/1993), 799.
[6] Η αποδοχή της μίας ή άλλης άποψης δεν έχει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον αλλά και μεγάλη πρακτική σημασία. Έτσι, λόγω της αποδοχής της ουσιαστικής θεωρίας γίνεται ορθά δεκτό ότι και στο θεσμό της παραγραφής έχει εφαρμογή, σε περίπτωση διαδοχικών νόμων που τροποποιούν το χρόνο της παραγραφής, το άρθρο 2 ΠΚ, με αποτέλεσμα να ισχύει τελικά ο επιεικέστερος νόμος ως προς τη συμπλήρωση ή όχι της παραγραφής.
[7] Βλ. αναλυτικά για το σκοπό της παραγραφής Ι.Μανωλεδάκη, ό.π., αριθ. 1299, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 187 επ.
[8] Βλ. ενδεικτικά για τον ορισμό της αμνηστίας Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 261 επ., όπου περαιτέρω παραπομπές.
[9] Σύμφωνα με την κρατούσα στην Ελλάδα αντικειμενική θεωρία, πολιτικά εγκλήματα είναι εκείνα που προσβάλλουν το έννομο αγαθό της κρατικής υπόστασης, όσα δηλαδή τείνουν στην ανατροπή ή αλλοίωση της νόμιμης κατά το πολίτευμα κοινωνικοοικονομικής τάξης. Βλ. σχετ. ΑΠ 1260/1987, ΠοινΧρ (ΛΗ/1988), 773, ΑΠ 890/1976, ΠοινΧρ (ΚΖ/1977), 319, ΑΠ 424/1965, ΠοινΧρ (ΙΣΤ/1966), 92, Ι.Μανωλεδάκη, ποινικό δίκαιο (επιτομή γενικού μέρους), στ΄ έκδ. (2001), παρ. 353, σελ. 260-261, Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, β΄ έκδ. (1998), αριθ. 151, σελ. 162-163, σημ. 16. Πρβλ και Ν.Παρασκευόπουλο, σκέψεις για την έννοια του πολιτικού εγκλήματος στην εποχή μας, ΝοΒ (2003), σελ. 397 επ. και ιδίως 399 επ. Για μία διευρυμένη αντίληψη του πολιτικού εγκλήματος βλ. Μ.Σταθόπουλο, πολιτικό έγκλημα και η οργάνωση «17 Νοέμβρη» και μερικές γενικότερες σκέψεις για τις ελευθερίες και τα όριά τους, ΕλλΔνη (2003), σελ. 893 επ., και ιδίως 896 επ.
[10] Πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 1986, η αμνηστία παρεχόταν με Προεδρικό Διάταγμα εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.
[11] Βλ. σχετ. Ν.Ανδρουλάκη, αμνηστία, κρυπτοαμνηστία, «ειδική παραγραφή» και «αντεγκληματική πολιτική», ΠοινΧρ (ΛΒ/1982), σελ. 589-591.
[12] Για τα χαρακτηριστικά αυτά της αμνηστίας βλ. και Ι.Μανωλεδάκη, ποινικό δίκαιο-γενική θεωρία, 2004, αριθ. 1341, σελ. 1027-1028, Ι.Μανωλεδάκη/Α.Μάνεση, η υπό όρους παραγραφή εγκλημάτων είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα σε Ι.Μανωλεδάκη «μελέτες για εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο (1975-2005), ζ΄ έκδ. (2005), σελ. 243-244, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 263 επ.
[13] Ν.Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 589.
[14] Αναλυτική αναφορά στα κατά καιρούς νομοθετήματα, που ρύθμισαν ζητήματα «ειδικής παραγραφής», βλ. και σε Ν.Ορνεράκη, η «ειδική παραγραφή» του άρθρου 31 Ν. 3346/2005-επιτάχυνση ή διαιώνιση του προβλήματος; ΠοινΔικ (2005), σελ. 1208 επ., Β.Παπαναστασίου, αμνηστεία και ειδική παραγραφή, ΠοινΧρ (ΛΓ/1983), σελ. 437 επ.
[15] ΓνωμΕισΑΠ (Κ.Κόλλια) 36/1953, ΕΕΝ (21/1954), 130, ΠοινΧρ (Γ/1953), 414, ΓνωμΠρΔιαρκΣτρατΛαρ (Κ.Φασουλή) 850/1960, ΠοινΧρ (Ι/1960), 552, Ι.Ζαγκαρόλας, παρατηρήσεις στην ΣυμβΕφΝαυπλ 62/1952, ΠοινΧρ (Β/1952), σελ. 451.
[16] ΓνωμΕισΑΠ (Κ.Κόλλια) 36/1953, ΕΕΝ (21/1954), 130, ΠοινΧρ (Γ/1953), 414.
[17] ΓνωμΠρΔιαρκΣτρατΛαρ (Κ.Φασουλή) 850/1960, ό.π., Ι.Ζαγκαρόλας, ΠοινΧρ (Β/1952), σελ. 414.
[18] Το ζήτημα εάν υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1952 επιτρεπόταν ή όχι η χορήγηση αμνηστίας επί κοινών (όχι πολιτικών) εγκλημάτων με νόμο δεν ήταν ξεκαθαρισμένο. Για τη σχετική θεωρητική αμφισβήτηση και τις απόψεις που υποστηρίχθηκαν βλ. αναλυτικά Ν.Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 585 επ.
[19] ολΑΠ 421/1964, ΠοινΧρ (ΙΔ/1964), 525, ΑρχΝ (1964), 696.
[20] Ι.Ζαγκαρόλας, η παραγραφή των αποφάσεων κατά το Ν.Δ. 4367/1964, ΠοινΧρ (ΙΔ/1964), σελ. 604
[21] Βλ. ενδ. ολΑΠ 40/1998, ΕλλΔνη (40/1999), 46, ΝοΒ (47/1999), 752, Δ (1999), 230, ΤοΣ (1999), 103, ΕΕμπΔ (1999), 28, ΕΕργΔ (1999), 412, ΑΠ 980/1999, ΑρχΝ (2000), 93, ΑΠ 869/1998, Δ (1998), 1312, ΕφΛαρ 431/2000, ΕλλΔνη (42/2001), 502, ΝοΒ (49/2001), 264, Αρμ (2001), 457, Α.Γεωργιάδη, προβλήματα συνταγματικότητας του άρθρου 45 παρ. 3 ν. 2172/1993, Δ (26), σελ. 229 επ., Ι.Καράκωστας, παρατηρήσεις στην ολΑΠ 40/1998, ΝοΒ (47/1999), σελ. 754 επ., Γ.Κασιμάτη, η απόφαση 40/1998 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (οι βάσεις εφαρμογής της αρχής σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου και της εγγύησης της ιδιοκτησίας), ΝοΒ (47/1999), σελ. 705 επ.
[22] ΣυμβΑΠ 315/1996, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 1669, ΝοΒ (45/1997), 96. Το ίδιο δέχθηκαν έμμεσα και οι ΑΠ 495/1997, ΝοΒ (46/1998), 103, ΑΠ 357/1994, ΝοΒ (42/1994), 847, ΠλημΗρακλ 380/1995, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 944, ΠλημΑθ 810/1994, ΑρχΝ (1995), 96, ΠλημΘεσ 1302/1994, Υπερ (1995), 36, ΔιατΕισΠλημΑρτ (Λ.Σοφουλάκη) 10/1994, ΑρχΝ (1994), 208.
[23] Γ.Κασιμάτης, ό.π., σελ. 716-717.
[24] ΣυμβΣτρατΑθ 395/1999, ΠοινΔικ (2000), 410 (με σχόλια Χ.Παπαχαραλάμπους).
[25] ΕισΠροτ (Α.Χρονόπουλου) στην ΣυμβΣτρατΑθ 395/1999, ΠοινΔικ (2000), 410.
[26] Ως αντισυνταγματική αντιμετωπίστηκε η διάταξη από την ΕφΠατρ 1964/1999, ΠοινΔικ (2000), 969, ΤριμΠλημΛαρ 3604/1999, ΠοινΔικ (1999), 960 (:με σύμφωνες παρατηρήσεις Φ.Ανδρέου), ΔιοικΟλΑΠ 9/23.3.1999, αδημ., ΕισΠροτ (Π.Δημόπουλου) στην ΔιοικΟλΑΠ 9/1999, ΠοινΧρ (ΜΘ/1999), 291, Γ.Μπέκας, παρατηρήσεις στις ολΑΠ 11/2001 και 12/2001, ΠοινΛογ (2001), σελ. 832 επ., Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, παρατηρήσεις στην ΑΠ 203/2001, ΠοινΔικ (2001), σελ. 478 επ.
[27] ολΑΠ 11/2001, ΠοινΧρ (ΝΑ/2001), 792, ΠοινΔικ (2001), 1220, ΕλλΔνη (42/2001), 1451, ΝοΒ (50/2002), 168, ολΑΠ 12/2001, ΠοινΛογ (2001), 827, ΑΠ 1358-9/2001, ΠοινΛογ (2001), 2233
[28] ΕφΑθ 249/1982, ΠοινΧρ (ΛΒ/1982), 314, Ν.Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 577 επ.
[29] ολΑΠ 672/1982, ΠοινΧρ (ΛΒ/1982), 308, ΑΠ 782/1982, ΝοΒ (30/1982), 1134, ΑΠ 797/1982, ΝοΒ (30/1982), 1135, ΑΠ 1079/1982, ΝοΒ (30/1982), 1522, Ι.Μανωλεδάκης/Α.Μάνεσης, η υπό όρους παραγραφή εγκλημάτων είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα σε Ι.Μανωλεδάκη «μελέτες για εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο (1975-2005)», ζ΄ έκδ. (2005), σελ. 243 επ.
[30] Πρέπει, όμως, εδώ να σημειωθεί ότι η πραγματική βούληση του νομοθέτη δεν ήταν η μεσολάβηση ορισμένου, έστω ελάχιστου, χρόνου, προκειμένου να θεμελιωθεί η «ειδική παραγραφή», αλλά αυτό εμφανίζεται ως τυχαίο-συμπτωματικό γεγονός, για το οποίο βλ. αναλυτικά Ν.Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 582-583.
[31] Τις Αιτιολογικές αυτές Εκθέσεις βλ. σε Χ.Σεβαστίδη, οι νέες τροποποιήσεις του Ν. 3346/2005 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2005, σελ. 113 επ. (118) και Π.Τσιρίδη, ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ. 189.
[32] Με όριο, βέβαια, το χρόνο δημοσίευσης του Ν. 3346/2005.
[33] Πρέπει εδώ να τονιστεί ιδιαίτερα ότι οι ρυθμίσεις των άρθρων 29, 30, και 32 Ν. 3346/2005 δεν καλύπτουν μόνο τις εγκληματικές πράξεις, που υπάγονται στο άρθρο 31 Ν. 3346/2005, αλλά έχουν ευρύτερο ρυθμιστικό πεδίο. Η επισήμανση αυτή μπορεί να μας οδηγήσει ευχερώς στο συμπέρασμα ότι σκοπός του νομοθέτη δεν ήταν η εύνοια συγκεκριμένων προσώπων που τέλεσαν εγκλήματα υπαγόμενα στο άρθρο 31 Ν. 3346/2005, αλλά η γενικότερη και συστηματική ρύθμιση της «ελαφράς» εγκληματικής δράσης του παρελθόντος. Για το ειδικότερο περιεχόμενο των άρθρων 29, 30 και 32 Ν. 3346/2005 βλ. αναλυτικά Π.Τσιρίδη, ό.π., σελ. 179 επ.
[34] Πρόκειται για τα άρθρα 10, 16 και 34 Ν. 3346/2005, που τροποποίησαν αντίστοιχα τα άρθρα 244, 349 παρ. 1, 42, 46 και 63 ΚΠΔ. Βλ. για τις τροποποιήσεις αυτές Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 39 επ., 81 επ. και 88 επ.
[35] Βλ. σχετ. και Π.Τσιρίδη, ό.π., σελ. 195.
[36] Ν.Ορνεράκης, ό.π., σελ. 1209-1210.
[37] Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι Ν.Ορνεράκης, ό.π., σελ. 1209-1210, Π.Τσιρίδης, ό.π., σελ. 195-196.
[38] Βλ. σχετ. με τις επισημάνσεις αυτές και Ν.Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 584, σημ. 17.
[39] Βλ. ενδεικτικά Ι.Μανωλεδάκη/Α.Μάνεση, η υπό όρους παραγραφή εγκλημάτων είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα σε Ι.Μανωλεδάκη «μελέτες για εμβάθυνση στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο (1978-2005)», ζ΄ έκδ. (2005), σελ. 244, Ν.Ορνεράκη, ό.π., σελ. 1210, Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, παρατηρήσεις στην ΑΠ 203/2001, ΠοινΔικ (2001), σελ. 480∙ πρβλ και Ν.Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 584.
[40] Βλ. σχετικά ΕφΑθ 249/1982, ΠοινΧρ (ΛΒ/1982), 314. Βλ. ήδη υπό το καθεστώς του Ν. 3346/2005 ΜονΠλημΘεσ 39438/2005, αδημ., ΜονΠλημΘεσ 39458/2005, αδημ., ΜονΠλημΘεσ 39462/2005, αδημ., ΜονΠλημΘεσ 39468/2005, αδημ.,
[41] Βλ. τη θέση αυτή σε ΣυμβΣτρατΑθ 395/1999, ΠοινΔικ (2000), 410.
[42] Στην πραγματικότητα το άρθρο 31 Ν. 3346/2005 εκμηδενίζει το χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό του πεδίο.
[43] Η ελάφρυνση των μονομελών πλημμελειοδικείων οφείλεται στο ότι τα εγκλήματα που υπάγονται στη ρύθμιση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005 ανήκουν στη συντριπτική του πλειοψηφία κατά κανόνα αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού, με την τυχόν επιφύλαξη ειδικών ποινικών διατάξεων που καθορίζουν κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου. Η ελάφρυνση των τριμελών πλημμελειοδικείων οφείλεται στο ότι τα δικαστήρια αυτά εκδικάζουν τις εφέσεις κατά αποφάσεων του μονομελούς πλημμελειοδικείου. Και τέλος η (σημαντικά μικρότερη) ελάφρυνση των (τριμελών και πενταμελών) εφετείων οφείλεται στην κατ’ άρθρο 111 παρ. 7 ΚΠΔ εκδίκαση από τα δικαστήρια αυτά των πλημμελημάτων των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό αντίστοιχα.
[44] Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη ως «βαρύτερο έγκλημα» νοείται εκείνο που επισύρει τη βαρύτερη ποινή. Η βαρύτητα δε της ποινής εξαρτάται από το είδος αυτής και τα νομοθετικά πλαίσια του ανώτατου και κατώτατου ορίου αυτής. Μεταξύ ποινών του αυτού είδους βαρύτερη είναι η υπερβαίνουσα την άλλη κατά το ανώτατο όριο. Επί ποινών, που έχουν το ίδιο ανώτατο όριο βαρύτερη είναι εκείνη που έχει υψηλότερο κατώτατο όριο. Εάν στο νόμο απειλείται μαζί με τη στερητική της ελευθερίας ποινή και χρηματική ποινή (αθροιστικά ή διαζευκτικά) τότε βαρύτερη ποινή μεταξύ εκείνων που προβλέπουν στερητική της ελευθερίας ποινή με ίδιο ανώτατο και κατώτατο όριο είναι εκείνη που μαζί μ’ αυτή (στερητική της ελευθερίας ποινή) προβλέπει και αθροιστικά και χρηματική ποινή. Ως βαρύτερη δε χρηματική ποινή είναι εκείνη που υπερβαίνει την άλλη κατά το ανώτατο όριο, ενώ σε περίπτωση χρηματικών ποινών που έχουν το ίδιο ανώτατο όριο, βαρύτερη είναι εκείνη που έχει υψηλότερο κατώτατο όριο. Βλ. αναλυτικά ΣυμβΠλημΣερ 7/1993, Υπερ (1994), 362 (με παρατ. Λ.Μαργαρίτη), Λ.Μαργαρίτη, συναφή εγκλήματα και ποινικό δίκαιο, 2005, σελ. 42, τον ίδιο, αρμοδιότητα λόγω συμμετοχής, σε «προβλήματα της συμμετοχής στο έγκλημα», 1998, σελ. 221-222.
[45] Βλ. ενδεικτικά και Ι.Μανωλεδάκη/Α.Μάνεση, ό.π., σελ. 244 και Ν.Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 584.
[46] Βλ. την απόφαση αυτή σε ΠοινΛογ (2003), 2700.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου