Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Η νομική φύση της «προηγούμενης καταδίκης» στο έγκλημα της οπλοχρησίας


Η νομική φύση της «προηγούμενης καταδίκης» στο έγκλημα της οπλοχρησίας


Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Α.- Εισαγωγή. Τοποθέτηση του προβλήματος.

Β.- Οι υποστηριζόμενες απόψεις.
1) Η «προηγούμενη καταδίκη» ως εξωτερικός όρος του αξιοποίνου.
2) Η «προηγούμενη καταδίκη» ως προϋπόθεση της δίκης.

Γ.- Η έννοια και λειτουργία των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου.
1) Έννοια των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου.
2) Έννομες συνέπειες του χαρακτηρισμού της «προηγούμενης καταδίκης» ως εξωτερικού όρου του αξιοποίνου.

Δ.- Έννοια και λειτουργία των προϋποθέσεων της δίκης.
1) Έννοια των προϋποθέσεων της δίκης.
2) Έννομες συνέπειες του χαρακτηρισμού της «προηγούμενης καταδίκης» ως προϋπόθεσης της δίκης.

Ε.- Η προτεινόμενη λύση.
1) Θεώρηση της «προηγούμενης καταδίκης» ως προϋπόθεσης επιβολής ποινής.
2) Έννομες συνέπειες από την προτεινόμενη λύση.


Α.- Εισαγωγή. Τοποθέτηση του προβλήματος.
Το άρθρο 14 Ν. 2168/1993 προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα της οπλοχρησίας. Ειδικότερα, στη διάταξη αυτή ορίζεται ότι «όποιος με χρήση όπλου ή άλλου αντικειμένου αναφερόμενου στον παρόντα νόμο διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο ή αμέλεια και καταδικαστεί, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβάλλεται γι’ αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών». Είναι προφανές ότι το έγκλημα της οπλοχρησίας ρυθμίζεται στο δίκαιό μας ως εξαρτώμενο από την κύρια πράξη (κακούργημα ή πλημμέλημα) και δεν νοείται τιμώρηση του δράστη της οπλοχρησίας χωρίς προηγούμενη καταδίκη για το έγκλημα, που τελέστηκε με τη χρήση του όπλου. Έτσι, ανακύπτει το ζήτημα του προσδιορισμού της νομικής φύσης της «προηγούμενης καταδίκης» του δράστη της οπλοχρησίας για το κύριο έγκλημα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι μόνο θεωρητική, αλλά εμφανίζει και σημαντικές πρακτικές συνέπειες, που αφορούν στο χρόνο παραγραφής του εγκλήματος, αλλά και στη διαδικασία δίωξης του εγκλήματος της οπλοχρησίας.
Με το ζήτημα αυτό θα ασχοληθούμε στα πλαίσια της εργασίας αυτής, αφού διευκρινίσουμε ότι κατά την απολύτως κρατούσα στη νομολογία άποψη και την συντριπτική πλειοψηφία των θεωρητικών, η «προηγούμενη καταδίκη» για το κύριο έγκλημα αντιμετωπίζεται ως εξωτερικός όρος του αξιοποίνου, ενώ μεμονωμένη θεωρητική άποψη αντιμετωπίζει το στοιχείο αυτό ως προϋπόθεση της δίκης. Επίσης, σημειώνουμε προκαταβολικά ότι η νομική φύση που προσδίδει η νομολογία και η θεωρία στο στοιχείο της «προηγούμενης καταδίκης» δεν συμβαδίζει με τις λύσεις που δίνονται σε επιμέρους ζητήματα. Για την πληρέστερη κατανόηση του προβλήματος θα επιχειρηθεί αρχικά μια σύντομη καταγραφή των υποστηριζόμενων απόψεων και στη συνέχεια θα αναλυθεί η έννομη συνέπεια κάθε άποψης στη δίωξη και τιμώρηση του εγκλήματος της οπλοχρησίας, ενώ τέλος θα προταθεί μια νέα ερμηνευτική προσέγγιση του προβλήματος.

Β.- Οι υποστηριζόμενες απόψεις.
1) Η «προηγούμενη καταδίκη» ως εξωτερικός όρος του αξιοποίνου.
Κατά την απολύτως κρατούσα θέση της νομολογίας και της θεωρίας, η προηγούμενη καταδίκη του κατηγορουμένου για το κύριο έγκλημα, εκείνο δηλαδή το κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε με τη χρήση του όπλου, αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου σε σχέση με το έγκλημα της οπλοχρησίας[1]. Μεμονωμένα ορισμένες αποφάσεις αποφεύγουν να λάβουν θέση επί του ζητήματος αυτού, περιοριζόμενες απλά στη διαπίστωση του παρεπόμενου χαρακτήρα του εγκλήματος της οπλοχρησίας έναντι του κύριου εγκλήματος[2].
Με βάση την παραδοχή αυτή, η νομολογία δέχτηκε ότι ο κατηγορούμενος για το έγκλημα της οπλοχρησίας πρέπει να κηρυχθεί αθώος σε περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης λόγω ανάκλησης της έγκλησης για το κύριο έγκλημα[3], καθώς και σε περίπτωση αθώωσης του κατηγορουμένου για το κύριο έγκλημα[4]. Επίσης, έχει γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση που το κύριο έγκλημα έχει υποπέσει στην «ειδική παραγραφή» του άρθρου 1 Ν. 1240/1982 (διάταξη αντίστοιχη με τη νεότερη ρύθμιση του άρθρου 31 Ν. 3346/2005), η ίδια αντιμετώπιση αρμόζει και για το έγκλημα της οπλοχρησίας, δηλ. θα πρέπει και η ποινική δίωξη για την οπλοχρησία να παύσει υφ’ όρον[5]. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι πάγια είναι η θέση όλων των δικαστηρίων της ουσίας ότι μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου για το κύριο έγκλημα, νομίμως χωρεί η καταδίκη του αυτού κατηγορουμένου για το έγκλημα της οπλοχρησίας από το ίδιο δικαστήριο και κατά την αυτή δικάσιμο και διαδικασία∙ γίνεται, δηλαδή, δεκτό ότι νομίμως και παραδεκτώς ασκείται ταυτόχρονα ποινική δίωξη για το κύριο έγκλημα και για την οπλοχρησία και συνεκδικάζονται τα δύο αυτά εγκλήματα.
Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι καμία από τις δικαστικές αποφάσεις που έλυσαν ζητήματα σχετικά με το έγκλημα της οπλοχρησίας δεν αιτιολογεί επαρκώς το χαρακτήρα της «προηγούμενης καταδίκης» ως εξωτερικού όρου του αξιοποίνου. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι οι λύσεις που δίνονται σε επιμέρους ζητήματα δεν είναι σύμφωνες με τον υιοθετούμενο αυτό χαρακτήρα της «προηγούμενης καταδίκης» ως εξωτερικού όρου του αξιοποίνου. Με τα ζητήματα αυτά θα ασχοληθούμε στην τρίτη ενότητα της μελέτης.

2) Η «προηγούμενη καταδίκη» ως προϋπόθεση της δίκης.
Στη θεωρία έχει υποστηριχτεί μεμονωμένα η άποψη ότι η «προηγούμενη καταδίκη» για το κύριο έγκλημα αποτελεί προϋπόθεση της δίκης για το έγκλημα της οπλοχρησίας[6]. Η άποψη αυτή αποκρούοντας το χαρακτήρα του εξωτερικού όρου του αξιοποίνου, κάτι που μας βρίσκει σύμφωνους, δεν προσδιορίζει επακριβώς τις συνέπειες του χαρακτήρα της «προηγούμενης καταδίκης» στη δίκη για την οπλοχρησία. Φαίνεται, πάντως, να δέχεται ότι δίχως την καταδίκη για το κύριο έγκλημα δεν μπορεί να ξεκινήσει η δίκη για την οπλοχρησία, δηλ. δεν επιτρέπεται η άσκηση της ποινικής δίωξης γι’ αυτή.

Γ.- Η έννοια και λειτουργία των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου.
Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση της νομικής φύσης της «προηγούμενης καταδίκης» για το κύριο έγκλημα στα πλαίσια του εγκλήματος του άρθρου 14 Ν. 2168/1993, κρίνεται σκόπιμη η οριοθέτηση των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου και η αναφορά στις έννομες συνέπειες, που συνδέονται μ’ αυτούς.
1) Έννοια των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου.
Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας είναι αδύνατον να ασχοληθούμε αναλυτικά με τις απόψεις που έχουν υποστηριχτεί σχετικά με την έννοια και τη θέση των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου μέσα στον κυρωτικό κανόνα. Θα περιοριστούμε μόνο στην αναφορά των βασικών πορισμάτων της θεωρίας και στη διάκριση των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου από την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αλλά και από τις προϋποθέσεις της δίκης.
Γίνεται δεκτό ότι οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου αποτελούν οντολογικές προϋποθέσεις του αξιοποίνου, οι οποίες όμως είναι αυτοτελείς σε σχέση με τις δύο άλλες που απαιτούνται πάντοτε, δηλ. σε σχέση με την πράξη και το βουλητικό σύνδεσμο του δράστη με το φυσικό και κοινωνικό αποτέλεσμα αυτής[7]. Ειδικότερα, διακρίνονται από τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης κατά τούτο: τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης περιγράφουν την προσβολή και ανάγονται στην προστασία του εννόμου αγαθού. Παράλληλα, οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου βρίσκονται έξω και από το δογματικό χώρο της ποινής∙ και τούτο διότι οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου δεν λειτουργούν απαλλακτικά σε σχέση με αυτοτελώς τυποποιημένη και τιμωρούμενη πράξη, αλλά αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεμελίωση του αξιοποίνου[8]. Τέλος, οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου πρέπει να διακρίνονται και από τις προϋποθέσεις της ποινικής δίκης. Σχετικά με το κριτήριο της διάκρισης αυτής έχουν υποστηριχτεί πολλές απόψεις, αλλά σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία, που υποστηρίχτηκε από την H.Kaufmann και παρέχει ένα ασφαλές κριτήριο διάκρισης, η επίλυση του ζητήματος αυτού προϋποθέτει απάντηση στο εξής ερώτημα: εξαρτάται ή όχι η επιβολή της ποινής από τη συνδρομή του συγκεκριμένου στοιχείου, ακόμα και εάν υποθέσουμε ότι η ποινή μπορεί να επιβληθεί χωρίς δίκη; Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, το συγκεκριμένο στοιχείο έχει ουσιαστικό χαρακτήρα, ενώ αντίθετα εάν η απάντηση είναι αρνητική το στοιχείο έχει δικονομικό χαρακτήρα[9].

2) Έννομες συνέπειες του χαρακτηρισμού της «προηγούμενης καταδίκης» ως εξωτερικού όρου του αξιοποίνου.
Οι βασικές συνέπειες από το χαρακτηρισμό ενός στοιχείου ως εξωτερικού όρου του αξιοποίνου συνοψίζονται στα ακόλουθα:
Πρώτον, εφόσον οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου αποτελούν σύμφωνα με τα προαναφερόμενα οντολογικές προϋποθέσεις του αξιοποίνου, πριν την πλήρωσή τους δεν υπάρχει οντολογικά πλήρες έγκλημα και κατά συνέπεια δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης.
Δεύτερον, ο εξωτερικός όρος του αξιοποίνου δεν απαιτείται να καλύπτεται από την υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) του δράστη. Η θέση αυτή είναι απολύτως κρατούσα στη θεωρία και νομολογία[10], [11].
Τρίτον, γίνεται καταρχήν δεκτό ότι ο τόπος και ο χρόνος τέλεσης της πράξης δεν εξαρτάται από τη συνδρομή των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου[12]. Ειδικά, όμως, στο ζήτημα του χρόνου έναρξης της παραγραφής του εγκλήματος, κατά την ορθότερη άποψη γίνεται δεκτό ότι η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από το χρονικό σημείο επελεύσεως του εξωτερικού όρου του αξιοποίνου, εκτός εάν η πράξη ακολουθεί χρονικά τον εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, οπότε η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα τελέσεως της πράξης[13]. Υποστηρίζεται, πάντως, και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος επέλευσης του εξωτερικού όρου του αξιοποίνου είναι αδιάφορος για το χρόνο έναρξης της προθεσμίας της παραγραφής[14]. Επίσης, σχετικά με το χρόνο έναρξης της τρίμηνης προθεσμίας υποβολής της έγκλησης στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα γίνεται δεκτό ότι η προθεσμία αυτή αρχίζει από την ημέρα που ο δικαιούμενος σε υποβολή έγκλησης έλαβε γνώση και του εξωτερικού όρου του αξιοποίνου[15]. Εξάλλου, ως προς τον τόπο τέλεσης της πράξης, γίνεται δεκτό ότι ο εξωτερικός όρος του αξιοποίνου μπορεί να θεμελιώσει αυτοτελώς τόπο τέλεσης της πράξης[16].
Με βάση τα προαναφερόμενα, εάν η «προηγούμενη καταδίκη» για το κύριο έγκλημα στα πλαίσια του εγκλήματος της οπλοχρησίας χαρακτηριστεί ως εξωτερικός όρος του αξιοποίνου, πέρα από τις επιμέρους συνέπειες, που θα επέλθουν και για τις οποίες έγινε λόγος αμέσως προηγούμενα, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι μέχρι την έκδοση καταδικαστικής απόφασης για το κύριο έγκλημα δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη για το έγκλημα της οπλοχρησίας. Και τούτο διότι μέχρι την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης δεν υπάρχει πλήρες έγκλημα. Πλην, όμως, η κρατούσα στη νομολογία άποψη, παρά το ότι αναγνωρίζει στην «προηγούμενη καταδίκη» για το κύριο έγκλημα το χαρακτήρα του εξωτερικού όρου του αξιοποίνου, δέχεται (έστω και έμμεσα) τη δυνατότητα παράλληλης άσκησης ποινικής δίωξης τόσο για το κύριο έγκλημα όσο και για το έγκλημα της οπλοχρησίας. Η στάση αυτή φαίνεται ασυνεπής, παρά το ότι το αποτέλεσμα στο οποίο οδηγείται η κρατούσα άποψη μας βρίσκει σύμφωνους∙ είναι, επομένως, αναγκαία η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος και η θεμελίωση του αποτελέσματος αυτού, ώστε να εμφανίζεται και δογματικά ορθή η υιοθετούμενη λύση, ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε στην τελευταία ενότητα.

Δ.- Έννοια και λειτουργία των προϋποθέσεων της δίκης.
1) Έννοια των προϋποθέσεων της δίκης.
Η δημιουργία της ποινικής δίκης, αλλά και η περαιτέρω πορεία της μέχρι την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης εξαρτώνται από τη συνδρομή ορισμένων όρων, που ονομάζονται δικονομικές ή διαδικαστικές προϋποθέσεις ή προϋποθέσεις της δίκης[17]. Η πρακτική σημασία της διάκρισης των διαδικαστικών προϋποθέσεων από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του αξιοποίνου συνίσταται κυρίως στο ότι σε περίπτωση έλλειψης κάποιου ουσιαστικού όρου του αξιοποίνου πρέπει να εκδοθεί αθωωτική απόφαση ή απαλλακτικό βούλευμα, ενώ σε περίπτωση μη συνδρομής ορισμένης δικονομικής προϋπόθεσης η ποινική δίωξη πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη[18]. Οι δικονομικές προϋποθέσεις διακρίνονται μεταξύ άλλων[19] σε εκείνες που αφορούν την κίνηση της ποινικής δίωξης και σε εκείνες που αφορούν την εξακολούθηση της άσκησης αυτής. Δηλαδή, άλλες φορές η συνδρομή της δικονομικής προϋπόθεσης είναι απαραίτητη για την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και άλλες φορές μπορεί να κινηθεί η ποινική δίωξη και χωρίς αυτή, αλλά η συνδρομή της να είναι απαραίτητη σε ένα μεταγενέστερο στάδιο της δίκης. Σε ορισμένες προϋποθέσεις η διάκριση των προϋποθέσεων της δίκης από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του αξιοποίνου (και κυρίως από τους εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου) είναι δυσχερής, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι προϋποθέσεις της δίκης δεν συναντώνται μόνο σε δικονομικές διατάξεις, αλλά είναι διάσπαρτες και στο ουσιαστικό δίκαιο. Όπως ήδη αναφέρθηκε και πιο πάνω, κατά την κρατούσα θεωρία η διάκριση αυτή γίνεται με βάση το κριτήριο που πρώτη χρησιμοποίησε η H.Kaufmann[20].

2) Έννομες συνέπειες του χαρακτηρισμού της «προηγούμενης καταδίκης» ως προϋπόθεσης της δίκης.
Ο χαρακτηρισμός της «προηγούμενης καταδίκης» για το κύριο έγκλημα ως προϋπόθεσης της δίκης, λόγω της γενικότητάς της, δεν επιλύει το ζήτημα που μας ενδιαφέρει[21]. Και τούτο διότι εάν θεωρηθεί ότι η έλλειψη καταδίκης για το κύριο έγκλημα εμποδίζει την κίνηση της ποινικής δίωξης, τότε η προθεσμία της παραγραφής για το έγκλημα της οπλοχρησίας θα ανασταλεί κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 και 3 ΠΚ. Εάν, αντίθετα, θεωρηθεί ότι δεν εμποδίζεται η κίνηση της ποινικής δίωξης, αλλά μόνο η επιβολή ποινής για το έγκλημα της οπλοχρησίας, τότε δεν συντρέχει λόγος αναστολής της προθεσμίας παραγραφής. Επίσης, υπό την πρώτη εκδοχή η τυχόν ασκηθείσα ποινική δίωξη θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, ενώ υπό τη δεύτερη εκδοχή δεν τίθεται ζήτημα απαραδέκτου της ασκηθείσας ποινικής δίωξης. Πάντως, και υπό τις δύο εκδοχές πρέπει να γίνει δεκτό ότι η «προηγούμενη καταδίκη» δεν μπορεί να θεμελιώσει αυτοτελώς τόπο τέλεσης της πράξης, σε αντίθεση με όσα θα ίσχυαν εάν γινόταν δεκτό ότι το στοιχείο αυτό συνιστά εξωτερικό όρο του αξιοποίνου. Επομένως, εάν το στοιχείο αυτό θεωρηθεί προϋπόθεση της δίκης, σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται αρμόδιο για την εκδίκαση του εγκλήματος της οπλοχρησίας το (καταρχήν αναρμόδιο) δικαστήριο, που δίκασε την κύρια πράξη, εάν οι δύο αυτές πράξεις εκδικάστηκαν χωριστά[22].
Με βάση τα προαναφερόμενα γίνεται σαφές ότι ο ειδικότερος χαρακτηρισμός της «προηγούμενης καταδίκης» ως προϋπόθεσης κίνησης της ποινικής δίωξης ή προϋπόθεσης επιβολής της ποινής έχει σημαντικές πρακτικές συνέπειες. Η επιλογή, όμως, του ορθού χαρακτηρισμού δεν είναι ευχερής, αφού η διατύπωση του νόμου δεν είναι σαφής. Με το ζήτημα αυτό θα ασχοληθούμε στην αμέσως επόμενη ενότητα.

Ε.- Η προτεινόμενη λύση
1) Θεώρηση της «προηγούμενης καταδίκης» ως προϋπόθεσης επιβολής ποινής.
Με βάση όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, πρέπει καταρχήν να γίνει δεκτό ότι η «προηγούμενη καταδίκη» για το κύριο έγκλημα, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 14 Ν. 2168/1993, δεν συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, δεδομένου ότι τα τελευταία περιγράφουν, όπως ήδη αναφέρθηκε, την προσβολή και ανάγονται στην προστασία του εννόμου αγαθού. Τα χαρακτηριστικά αυτά, όμως, δεν συγκεντρώνει η «προηγούμενη καταδίκη», η οποία έπεται της ενέργειας του δράστη και δεν σχετίζεται με την προστασία του εννόμου αγαθού, το οποίο έχει ήδη προσβληθεί. Αλλά ούτε και στο χώρο της ποινής μπορεί να ενταχθεί το στοιχείο αυτό, αφού δεν λειτουργεί απαλλακτικά σε σχέση με αυτοτελώς τυποποιημένη και τιμωρούμενη πράξη. Τα συμπεράσματα αυτά φαίνονται αναντίρρητα τόσο στο χώρο της θεωρίας όσο και της νομολογίας. Επομένως, σε σχέση με το στοιχείο της «προηγούμενης καταδίκης» για την κύρια πράξη τίθεται το ερώτημα εάν πρόκειται για εξωτερικό όρο του αξιοποίνου ή για προϋπόθεση της δίκης και στην τελευταία περίπτωση εάν η έλλειψη του στοιχείου αυτού κωλύει την κίνηση της ποινικής δίωξης ή μόνο την επιβολή ποινής για την οπλοχρησία.
Παρά τα όσα παγίως γίνονται δεκτά από τη νομολογία, ορθότερο είναι να δεχτούμε ότι η «προηγούμενη καταδίκη» για την κύρια πράξη, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 14 Ν. 2168/1993, δεν συνιστά εξωτερικό όρο του αξιοποίνου. Χρησιμοποιώντας το κριτήριο της H.Kaufmann, το οποίο όπως ήδη αναφέρθηκε γίνεται δεκτό και στην ελληνική θεωρία[23], διαπιστώνουμε ότι το στοιχείο της «προηγούμενης καταδίκης» συνιστά προϋπόθεση επιβολής ποινής για το έγκλημα της οπλοχρησίας μόνο στα πλαίσια μιας δίκης. Αντίθετα, στην υποθετική περίπτωση, κατά την οποία η ποινή (τόσο για το κύριο έγκλημα όσο και για την οπλοχρησία) μπορούσε να επιβληθεί και χωρίς δίκη, η «προηγούμενη καταδίκη» δεν θα συνιστούσε εμπόδιο. Τούτο είναι προφανές, αφού η «προηγούμενη καταδίκη» εντάσσεται στον μηχανισμό της ποινικής δίκης και αποτελεί το τελικό της στάδιο.
Έτσι, ως μόνη λύση στο πρόβλημα του νομικού χαρακτηρισμού της «προηγούμενης καταδίκης» είναι η ένταξή της στις προϋποθέσεις της δίκης. Η διαπίστωση αυτή, όμως, δεν προσφέρει και την τελική επίλυση του προβλήματος, αφού, όπως ήδη αναφέρθηκε, κρίσιμη είναι η διευκρίνιση εάν το κώλυμα αυτό αφορά την κίνηση της ποινικής δίωξης ή μόνο την επιβολή ποινής για το έγκλημα της οπλοχρησίας. Ορθότερη είναι η δεύτερη εκδοχή, ότι δηλαδή η «προηγούμενη καταδίκη» δεν εμποδίζει την κίνηση ποινικής δίωξης για το έγκλημα της οπλοχρησίας και την πρόοδο της δίκης, αλλά μόνο την επιβολή ποινής γι’ αυτό. Και τούτο διότι το άρθρο 14 Ν. 2168/1993 δεν απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη για το κύριο έγκλημα, οπότε θα ήταν δεδομένη και σίγουρη η καταδίκη για το κύριο έγκλημα, αλλά αρκείται σε μία αρχική κρίση της ενοχής του κατηγορουμένου για το κύριο έγκλημα, η οποία πάντως μπορεί να ανατραπεί σε δεύτερο βαθμό. Επομένως, εκείνο που ο νομοθέτης ήθελε να αποφύγει ήταν η πιθανότητα καταδίκης του κατηγορουμένου μόνο για το έγκλημα της οπλοχρησίας, χωρίς τουλάχιστον ταυτόχρονη καταδίκη και για το κύριο έγκλημα, το οποίο τελέστηκε με τη χρήση του όπλου. Εάν, αντίθετα, ο νομοθέτης ήθελε να αντιμετωπίσει την «προηγούμενη καταδίκη» ως προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής δίωξης, θα έπρεπε να απαιτήσει αμετάκλητη καταδίκη για το κύριο έγκλημα, έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα ανατροπής της δικαστικής κρίσης για το κύριο έγκλημα. Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης δεν ήθελε να αποκλείσει την παράλληλη άσκηση ποινικής δίωξης τόσο για το κύριο έγκλημα όσο και για το έγκλημα της οπλοχρησίας. Στην πιο πάνω θέση μας θα μπορούσε να διατυπωθεί ο αντίλογος ότι η «προηγούμενη καταδίκη» στα πλαίσια του άρθρου 14 Ν. 2168/1993 πρέπει να είναι αμετάκλητη. Μία τέτοια ερμηνεία, όμως, δεν φαίνεται ορθή για δύο λόγους: πρώτον, διότι η απαίτηση του αμετακλήτου της καταδίκης για το κύριο έγκλημα δεν στηρίζεται στο γράμμα του νόμου. Και δεύτερον, διότι η μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2168/1993 ερμηνεία της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 9 Ν. 495/1976 από τη νομολογία, την οποία ρητά έλαβε υπόψη και η Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 2168/1993[24], δεν δεχόταν ως προϋπόθεση άσκησης ποινικής δίωξης για το έγκλημα της οπλοχρησίας το αμετάκλητο της καταδίκης για το κύριο έγκλημα∙ εάν, λοιπόν, ο νομοθέτης ήθελε να μεταβάλει τα μέχρι τότε κρατούντα σαφώς θα εισήγαγε ρητή πρόβλεψη. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η πιο πάνω θέση μας ενισχύεται και από τη φράση του άρθρου 14 Ν. 2168/1993 «... ανεξάρτητα από την ποινή που επιβάλλεται γι’ αυτό (δηλ. για το κύριο έγκλημα)». Κατά τη γνώμη μας η φράση αυτή δεν έχει μόνο το νόημα ότι το ύψος της ποινής για το κύριο έγκλημα δεν επηρεάζει την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου για οπλοχρησία, αλλά κυρίως ότι η καταδίκη του κατηγορουμένου για την οπλοχρησία δεν προϋποθέτει προηγούμενη επιβολή ποινής για το κύριο έγκλημα. Φαίνεται, επομένως, ότι ο νομοθέτης δέχεται τη δυνατότητα καταδίκης του κατηγορουμένου για το έγκλημα της οπλοχρησίας μετά την καταδίκη του για το κύριο έγκλημα και πριν την επιβολή της ποινής για το τελευταίο∙ και κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο όταν τα δύο εγκλήματα (κύριο έγκλημα και οπλοχρησία) συνεκδικάζονται. Επομένως, ο νομοθέτης θεωρεί αυτονόητη τη δυνατότητα παράλληλης κίνησης ποινικής δίωξης για τα δύο αυτά εγκλήματα. Εάν, αντίθετα, δεν προσδώσουμε στη φράση «... ανεξάρτητα από την ποινή που επιβάλλεται γι’ αυτό» το πιο πάνω νόημα, δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε την ύπαρξη της φράσης αυτής στο κείμενο του νόμου, αφού και χωρίς αυτή, η αποσύνδεση της ποινής για το κύριο έγκλημα από την ποινική ευθύνη για την οπλοχρησία θα ήταν μάλλον αυτονόητη. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα ότι η εδώ υποστηριζόμενη ερμηνευτική εκδοχή αποβαίνει τελικά υπέρ του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι η προθεσμία της παραγραφής για το έγκλημα της οπλοχρησίας θα αρχίζει από τη χρήση του όπλου, χωρίς να επηρεάζεται από την ύπαρξη ή μη καταδίκης για το κύριο έγκλημα[25].
Με βάση τις πιο πάνω σκέψεις θεωρούμε ότι η «προηγούμενη καταδίκη» για το κύριο έγκλημα συνιστά προϋπόθεση της δίκης για το έγκλημα της οπλοχρησίας∙ και μάλιστα προϋπόθεση, η οποία δεν εμποδίζει την κίνηση της ποινικής δίωξης, αλλά μόνο την επιβολή ποινής για το έγκλημα της οπλοχρησίας.

2) Έννομες συνέπειες από την προτεινόμενη λύση.
Η υιοθέτηση της πιο πάνω θέσης έχει τις ακόλουθες πρακτικές συνέπειες:
Πρώτον, η ποινική δίωξη για την οπλοχρησία μπορεί να κινηθεί παράλληλα με την ποινική δίωξη για το κύριο έγκλημα. Αντίθετα, εάν θεωρούσαμε την «προηγούμενη καταδίκη» για το κύριο έγκλημα ως εξωτερικό όρο του αξιοποίνου ή προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής δίωξης, τέτοια δυνατότητα δεν θα υπήρχε∙ θα έπρεπε πριν την κίνηση της ποινικής δίωξης για την οπλοχρησία να υπήρχε καταδίκη (τουλάχιστον σε πρώτο βαθμό) για το κύριο έγκλημα.
Δεύτερον, η καταδίκη για το έγκλημα της οπλοχρησίας μπορεί να λάβει χώρα μόνο μετά την απαγγελία της καταδικαστικής απόφασης για το κύριο έγκλημα∙ δεν απαιτείται, όμως, και η επιβολή ποινής για το κύριο έγκλημα. Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται και των δύο εγκλημάτων μπορεί να καταδικάσει τον κατηγορούμενο για την οπλοχρησία μετά την καταδίκη του για το κύριο έγκλημα, χωρίς να είναι υποχρεωτικό να αποφανθεί και επί της ποινής για το κύριο έγκλημα. Είναι προφανές ότι το αντίθετο θα ίσχυε στην περίπτωση, που θα θεωρούσαμε την «προηγούμενη καταδίκη» ως εξωτερικό όρο του αξιοποίνου ή προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής δίωξης για την οπλοχρησία.
Τρίτον, η προθεσμία της παραγραφής δεν αναστέλλεται λόγω μη ύπαρξης καταδίκης για το κύριο έγκλημα. Και τούτο διότι η «προηγούμενη καταδίκη» για το κύριο έγκλημα δεν εμποδίζει την κίνηση της ποινικής δίωξης για το έγκλημα της οπλοχρησίας. Αντίθετη θα ήταν η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού εάν θεωρούσαμε το στοιχείο της «προηγούμενης καταδίκης» ως εξωτερικό όρο του αξιοποίνου∙ σε μία τέτοια περίπτωση έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η προθεσμία της παραγραφής δεν αρχίζει πριν την καταδίκη για το κύριο έγκλημα ή κατ’ άλλη εκδοχή ότι η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται μέχρι την καταδίκη για το κύριο έγκλημα[26]. Επίσης, εάν η «προηγούμενη καταδίκη» θεωρηθεί ως προϋπόθεση κίνησης της ποινικής δίωξης για το έγκλημα της οπλοχρησίας, τότε θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προθεσμία της παραγραφής για το έγκλημα της οπλοχρησίας αναστέλλεται κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 και 3 ΠΚ.
Τέταρτον, σε αντίθεση με όσα θα γίνονταν δεκτά εάν θεωρούσαμε την «προηγούμενη καταδίκη» ως εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, το στοιχείο αυτό («προηγούμενη καταδίκη») δεν μπορεί να θεμελιώσει αυτοτελώς τόπο τέλεσης της πράξης[27].
Η ανάλυση που προηγήθηκε καταδεικνύει ότι οι πιο πάνω πρακτικές συνέπειες, οι οποίες κατ’ αποτέλεσμα γίνονται δεκτές είτε άμεσα είτε έμμεσα και από την κρατούσα νομολογία, μπορούν να θεμελιωθούν μόνο εάν αναγνωρίσουμε στην «προηγούμενη καταδίκη» για το κύριο έγκλημα το χαρακτήρα της προϋπόθεσης επιβολής ποινής για το έγκλημα της οπλοχρησίας. Αντίθετα, κάθε άλλη κατασκευή εμφανίζεται ασυνεπής σε σχέση με τις λύσεις που τελικά δέχεται.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



Ανδρουλάκης Ν., θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, γ΄ έκδ. (2007)
Γιαννίδης Ι., σε «Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα», 2005, άρθρο 14
Δέδες Χ., ποινική δικονομία, 9η έκδ. (1990)
Καίσαρης Π., κώδικας ποινικής δικονομίας, τομ. Α΄, 1981
Καρράς Α., ποινικό δικονομικό δίκαιο, γ΄ έκδ. (2007)
Κονταξής Α., κώδικας ποινικής δικονομίας, δ΄ έκδ. (2006)
Κονταξής Α., η έγκληση στην ποινική δίκη, 2003
Κονταξής Α., νομική φύση της εγκλήσεως και οι εντεύθεν συνέπειες, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), σελ. 785 επ.
Κωστάρας Α., σε «Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα», 2005, άρθρο 112
Μαργαρίτης Λ., οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, 1983
Μαργαρίτης Λ., παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΧαλκιδικ 278/1990, Υπερ (1991), σελ. 692 επ.
Μαργαρίτης Μ., ποινικός κώδικας, 2003
Μπέκας Γ., όπλα-πυρομαχικά-εκρηκτικά, 2000
Μυλωνόπουλος Χ., σε «Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα», 2005, άρθρο 16
Μυλωνόπουλος Χ., ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος (άρθρ. 16 ΠΚ) από πλευράς διεθνούς ποινικού δικαίου, ΝοΒ (36/1988), σελ. 285 επ.
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, 2006
Χαραλαμπάκης Α., αμφιβολίες ως προς τις προϋποθέσεις της ποινικής δίκης, 1990
Χαραλαμπάκης Α., οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, Υπερ (1991), σελ. 159 επ.







[1] Βλ. έτσι ΑΠ 1922/2002, ΠοινΛογ (2002), 2290 (περίλ.), ΑΠ 617/1983, ΠοινΧρ (ΛΓ/1983), 897, ΣυμβΠλημΘεσ 644/2001, Αρμ (2001), 979, ΣυμβΠλημΔραμ 24/1998, Υπερ (1999), 991, ΤριμΠλημΘεσ 2446/1988, Αρμ (1988), 906, ΣυμβΔιαρκΣτρατΛαρ 33/1993, Υπερ (1994), 634.
[2] Βλ. έτσι ΑΠ 795/1986, ΠοινΧρ (ΛΣΤ/1986), 751, ΣυμβΕφΠειρ 64/2000, ΠοινΔικ (2000), 1189, Αρμ (2000), 841, ΣυμβΠλημΧαλκιδ 329/1997, ΠοινΧρ (ΜΗ/1998), 302, ΣυμβΠλημΣαμ 42/1993, ΠοινΧρ (ΜΔ/1994), 551 (με ΕισΠροτ (Δ.Πατατούκα), η οποία χαρακτηρίζει την «προηγούμενη καταδίκη» ως εξωτερικό όρο του αξιοποίνου)∙ πρβλ έτσι και ΣυμβΠλημΑθ 2752/1995, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 700. Είναι προφανές ότι η παραδοχή του παρεπόμενου χαρακτήρα της οπλοχρησίας έναντι της κύριας δίκης δεν επιλύει κανένα απολύτως πρόβλημα, αλλά επιτείνει την ασάφεια και τον προβληματισμό, αφού δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα ποιος ο βαθμός της εξάρτησης και κυρίως σε ποιο θεσμό πρέπει να ενταχθεί η «προηγούμενη καταδίκη» για το κύριο έγκλημα∙ βλ. κριτική για τον «νεολογισμό» αυτό, όπως ορθά επισημαίνεται, σε Γ.Μπέκα, όπλα-πυρομαχικά-εκρηκτικά, 2000, σελ. 159, σημ. 161.
[3] Έτσι ΣυμβΠλημΣαμ 42/1993, ό.π., ΤριμΠλημΘεσ 2446/1988, ό.π., ΣυμβΔιαρκΣτρατΛαρ 33/1993, ό.π.
[4] Έτσι ΑΠ 1922/2002, ό.π., ΣυμβΠλημΧαλκιδ 329/1997, ό.π.
[5] Έτσι ΑΠ 617/1983, ό.π., με αντίθετη πάντως μειοψηφία ενός μέλους, που είχε τη γνώμη ότι σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να κηρύσσεται ο κατηγορούμενος αθώος για την οπλοχρησία.
[6] Την άποψη αυτή υποστηρίζει ο Γ.Μπέκας, όπλα-πυρομαχικά-εκρηκτικά, 2000, σελ. 160.
[7] Λ.Μαργαρίτης, οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, 1983, σελ. 55 επ. (68). Βλ. πάντως, Α.Χαραλαμπάκη, οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, Υπερ (1991), σελ. 159 επ., ο οποίος αρνείται την αναγκαιότητα αναγνώρισης των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου.
[8] Βλ. σχετ. Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 71.
[9] Βλ. παράθεση της θεωρίας αυτής σε Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 74. Την προσέγγιση αυτή δέχονται και οι Ν.Ανδρουλάκης, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, γ΄ έκδ. (2007), αριθ. 18, σελ. 13, Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 74. Βλ. πάντως, αντίθ. Α.Χαραλαμπάκη, αμφιβολίες ως προς τις προϋποθέσεις της ποινικής δίκης, 1990, σελ. 76, τον ίδιο, οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, Υπερ (1991), σελ. 171-172.
[10] Βλ. ενδ. Ι.Γιαννίδη, σε «Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα», 2005, άρθρο 14, αριθ. 79, σελ. 177, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 76-77.
[11] Περαιτέρω συνέπεια του χαρακτήρα αυτού των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου είναι και το ότι η άγνοια του δράστη σχετικά με το στοιχείο αυτό δεν ασκεί επιρροή στην κατάφαση του αξιοποίνου∙ βλ. σχετ. Α.Κονταξή, νομική φύση της εγκλήσεως και οι εντεύθεν συνέπειες, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), σελ. 790, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 79.
[12] Ι.Γιανίδης, ό.π., άρθρο 14, αριθ. 79, σελ. 177, Α.Κονταξής, ό.π., σελ. 790.
[13] Έτσι Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 97∙ πρβλ και ΕφΑθ 1141/1964, ΝοΒ (13/1965), 146. Βλ. και Α.Κωστάρα, σε «Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα», 2005, άρθρο 112, αριθ. 35, σελ. 1296, Μ.Μαργαρίτη, ποινικός κώδικας, 2003, άρθρο 112, αριθ. 8, σελ. 286, που θεωρούν ότι σ’ αυτή την περίπτωση η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται μέχρι την πλήρωση του εξωτερικού όρου του αξιοποίνου. Η πρώτη από τις απόψεις αυτές (η προθεσμία της παραγραφής δεν αρχίζει) κρίνεται ορθότερη σε σχέση με τη δεύτερη, που κάνει λόγο για αναστολή του χρόνου παραγραφής, δεδομένου ότι εάν δεν υπάρχει ο εξωτερικός όρος του αξιοποίνου δεν υπάρχει έγκλημα.
[14] Βλ. σχετ. και ΑΠ 266/1958, ΠοινΧρ (Θ/1959), 17, ΣυμβΠλημΠειρ 1456/1964, ΑρχΝ (1966), 67.
[15] Π.Καίσαρης, κώδικας ποινικής δικονομίας, τομ. Α΄, 1981, άρθρο 50, σελ. 471, Α.Κονταξής, η έγκληση στην ποινική δίκη, 2003, σελ. 248, Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 98. Βλ. και Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, 2006, σελ. 297 και 299 ειδικά για το κατ’ άρθρο 355 ΠΚ έγκλημα της απάτης σχετικά με το γάμο.
[16] Βλ. έτσι Α.Κονταξή, κώδικας ποινικής δικονομίας, δ΄ έκδ. (2006), άρθρο 122, σελ. 971, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 100 επ. (103), όπου αναφορά και στην αντίθετη άποψη, τον ίδιο, παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΧαλκιδικ 278/1990, Υπερ (1991), σελ. 693, Χ.Μυλωνόπουλο, σε «Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα», 2005, άρθρο 16, αριθ. 4, σελ. 204, τον ίδιο, ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος (άρθρ. 16 ΠΚ) από πλευράς διεθνούς ποινικού δικαίου, ΝοΒ (36/1988), σελ. 289.
[17] Βλ. σχετ. Χ.Δέδε, ποινική δικονομία, 9η έκδ. (1990), σελ. 75-76, Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, γ΄ έκδ. (2007), αριθ. 341, σελ. 298-299.
[18] Α.Καρράς, ό.π., αριθ. 341, σελ. 299.
[19] Γενικότερα για τις διακρίσεις των δικονομικών προϋποθέσεων βλ. Χ.Δέδε, ό.π. σελ. 76-77, Α.Καρρά, ό.π., αριθ. 342, σελ. 299-300.
[20] Βλ. για το ζήτημα αυτό και π.π., υπό Γ 1.
[21] Την άποψη αυτή εκφράζει ο Ι.Μπέκας, ό.π., σελ. 160.
[22] Ενόψει του ότι η κύρια πράξη και η οπλοχρησία τελούνται καταρχήν στον ίδιο τόπο, τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να ανακύψει στην πράξη για παράδειγμα εάν η κύρια πράξη (συν)εκδικάστηκε από δικαστήριο (αναρμόδιο μεν για το κύριο έγκλημα, αλλά) αρμόδιο για άλλο συναφές με την κύρια πράξη έγκλημα.
[23] Για το κριτήριο αυτό βλ. και π.π., υπό Γ 1.
[24] Βλ. την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 2168/1993 σε Ι.Μπέκα, ό.π., σελ. 219 επ.
[25] Βλ. για τις έννομες συνέπειες από την εδώ υποστηριζόμενη άποψη π.κ., υπό Ε 2.
[26] Για το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής στα εγκλήματα, που προβλέπουν εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, βλ. π.π., υπό Γ 2.
[27] Βλ. για το ζήτημα αυτό π.π., υπό Δ 2.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου